Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ-σειρά ταξικών αντιμαθημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ-σειρά ταξικών αντιμαθημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6/4/09

Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: σειρά αντιμαθημάτων για προλεταριακή χρήση (3. Η ιδεολογία του απεργοσπάστη στα ΜΜΕ)

Η ιδεολογία του απεργοσπάστη στα ΜΜΕ

«Ο κόσμος κατάλαβε ότι απεργούσαν οι δημοσιογράφοι, αλλά πόσοι έμαθαν γιατί; Το θέμα έχει πολλές πλευρές, αλλά μήπως είναι η ώρα να γίνει αυτή η συζήτηση;» Γ. Καρελιάς, Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία 04/04/2009

Το να είσαι απεργοσπάστης δεν είναι κι ότι καλύτερο για το προφίλ ενός εργαζόμενου. Ισχύει βλέπετε ακόμα στα κοινωνικά ήθη, το «την ρουφιανιά πολλοί λάτρεψαν, τον ρουφιάνο ουδείς». Όμως σε περιόδους όξυνσης της ταξικής έντασης, όταν δεν μένουν και πολλά όπλα στους εργαζόμενους για να υπερασπισθούν την ύπαρξη τους πέρα από το να υπενθυμίσουν στα αφεντικά που βασίζονται τα υπερκέρδη τους. Όταν λοιπόν επανέρχεται το όπλο της απεργίας στα χέρια των εργαζομένων, τότε τα αφεντικά αρχίζουν να ανησυχούν και το πρώτο που κάνουν είναι να προσπαθούν να υπερασπιστούν την ηθική και την ιδεολογία του απεργοσπάστη. Αν στους υπόλοιπους χώρους εργασίας τα αφεντικά θα μιλήσουν γενικά για το ατομικό δικαίωμα στην εργασία, την ηθική της και το κοινωνικό σύνολο που πλήττεται, στο χώρο των ΜΜΕ υπάρχουν δυο ιδιαιτερότητες..


1. Τα ΜΜΕ κι οι απεργίες άλλων εργαζομένων


Πρώτον, λόγω του ιδεολογικού/θεσμικού τους ρόλου θα πρέπει να αναδείξουν αυτά τα ιδεολογικά επιχειρήματα των αφεντικών και του κράτους τους. Στην καλύτερη περίπτωση, η «δημοσιογραφική αντικειμενικότητα» και οι συνακόλουθες ιδεολογίες αυτού του «λειτουργήματος» υπαγορεύουν πλάι στα αιτήματα των απεργών να μπουν και οι επιπτώσεις τους στο κοινωνικό σύνολο. Είναι δύσκολο να προσεγγίσεις/παρουσιάσεις με ουδέτερο τρόπο ένα τόσο πολωτικό γεγονός, όπως είναι μια απεργία, αλλά ας υποθέσουμε ότι γίνεται. Τα αφεντικά των ΜΜΕ θα πάρουν ένα τέτοιο ρεπορτάζ και ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα που έχουν πάνω στα προϊόντα εργασίας μας, θα αναδείξουν τα σημεία που αποδεικνύουν ότι το κοινωνικό σύνολο έχει αγανακτήσει από την απεργία.
Ας θυμηθούμε τις περσινές απεργίες των εργαζόμενων στην ΔΕΗ και στους ΟΤΑ. Οι τίτλοι των εφημερίδων στην συντριπτική τους πλειοψηφία μιλούσαν για την «δυσωδία», τα «black out» και την «αγανάκτηση των πολιτών», ενώ όλα τα ρεπορτάζ ξεκινούσαν με ζουμάρισμα στα σκουπίδια ή με κάποιο αγανακτισμένο δίποδο (μέσης ή μεγάλης ηλικίας συνήθως, της κατηγορίας noikokiraious kirpantelious) να αγανακτεί με τα παράπλευρα αποτελέσματα της απεργίας. Στις εφημερίδες ίσως να δινόταν χώρος κάποιων παραγράφων στις εσωτερικές σελίδες για τα αιτήματα ή την αγανάκτηση των απεργών, ενώ στα βίντεο θα αφιερώνονταν κάποια δευτερόλεπτα στο τέλος του. Όπως και να έχει η αντικειμενικότητα των δημοσιογράφων θα είχε μετατραπεί στην υποκειμενικότητα των αφεντικών των ΜΜΕ.
Τουλάχιστον στην παραπάνω περίπτωση, ένας δημοσιογράφος που θα προσπαθούσε να υπερασπιστεί την αντικειμενικότητα του ρεπορτάζ του και την υπογραφή του, θα αντιλαμβανόταν ταυτόχρονα την είδηση/πληροφόρηση ως αυτό που είναι πέρα από τις αστικά ιδεολογήματα με τα οποία ντύνεται: ένα πεδίο (ταξικής) σύγκρουσης. Συνεπώς, θα την υπερασπιζόταν ανάλογα με την παραγωγική/συνδικαλιστική του θέση και δύναμη. Αυτή η δυνατότητα όλο και περισσότερο περιορίζεται στους συντάκτες των εφημερίδων με μόνιμη εργασιακή θέση και κατοχυρωμένη την δημοσιογραφική υπογραφή τους. Στις τηλεοράσεις έτσι κι αλλιώς κουμάντο κάνει η λογοκρισία του μοντάζ, αλλά και γενικότερα όσο περισσότερο αυξάνονται οι επισφαλείς μορφές εργασίας τόσο δυσκολότερο γίνεται να παλέψεις ενάντια στην ιδεολογική άποψη του αφεντικού.
Στην βιομηχανία των ΜΜΕ που κυριαρχούν οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας, το σύνηθες δεν είναι η παραπάνω αντίληψη για την ενημέρωση που αναγκαστικά σε φέρνει σε σύγκρουση με τον εργοδότη σου. Το σύνηθες είναι η αυτολογοκρισία, το «ου μπλέξεις» ή (πιο ξεκάθαρα) τα ρεπορτάζ που αναπαραγάγουν την άποψη των αφεντικών, έτσι ώστε αυτά να μην κουράζονται προσπαθώντας να αναδείξουν (με τους τρόπους που αναφέραμε) τις πτυχές που τους ενδιαφέρουν. Έτσι ο εργαζόμενος, αποσπά τα εύσημα του αφεντικού και τα συνακόλουθα προνόμια. Αυτή η στάση με τους κώδικες της εργατικής τάξης ονομάζεται ρουφιανιά, και από κάτι τέτοιες συμπεριφορές «συναδέλφων» απορρέει και η κοινωνική διάχυση του (γενικευτικού) συνθήματος «αλήτες ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».


2. Τα ΜΜΕ κι οι απεργίες στο εσωτερικό τους


Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που τα πολωτικά ζητήματα που θέτει μια απεργία στρέφονται άμεσα ενάντια στα ίδια τα αφεντικά των ΜΜΕ, όταν δηλαδή απεργούν οι εργαζόμενοι σε αυτά;
Το πρώτο που κάνουν τα αφεντικά των ΜΜΕ είναι να μεταφέρουν την κουβέντα στην «κοινωνική χρησιμότητα» των προϊόντων που παράγουν οι εργαζόμενοι σε αυτά. Αν τα αφεντικά της ΔΕΗ ή των ΟΤΑ θα προσπαθήσουν να μεταφέρουν την κουβέντα στις διακοπές του ρεύματος ή στους υγειονομικούς κινδύνους από τους σωρούς των σκουπιδιών στην πόλη, τα αφεντικά των ΜΜΕ θα μιλήσουν για την «αξία της ενημέρωσης» και την «παραπληροφόρηση» που βασιλεύει χωρίς δελτία ειδήσεων και εφημερίδες. Στην βιομηχανία των ΜΜΕ δεν έχουμε δυστυχώς (τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τουλάχιστον) παραδείγματα από απεργίες με διάρκεια, που να μπλοκάρουν την μετάδοση της κυρίαρχης ιδεολογίας, έτσι ώστε να μπορούμε να δούμε την κοινωνική δυναμική αυτών των επιχειρημάτων. Άσε που σε μια τέτοια (ακραία υποθετική) περίπτωση, δεν θα υπήρχαν οι κύριοι φορείς μετάδοσης αυτών των επιχειρημάτων, δηλαδή τα δελτία ειδήσεων και εφημερίδες…


α. Η απεργία της ΓΣΕΕ στις 2/2 και η συμμετοχή των εργαζόμενων ΜΜΕ σε αυτή

Έχουμε όμως τα πρόσφατα παραδείγματα από τις μονοήμερες απεργίες που προκηρύσσει η ΓΣΕΕ και στις οποίες αναγκάζεται να συρθεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΕΣΗΕΑ, μετά από πίεση των από τα κάτω. Στην «γενική»[1] απεργία στις 2/2 η πίεση των από τα κάτω εκφράστηκε μέσω των απεργιακών αποφάσεων των σωματείων των τεχνικών, της ΠΟΕΣΥ και της διάχυτης γκρίνιας των δημοσιογράφων ενάντια στην αρχική απόφαση της ΕΣΗΕΑ για 3ωρη στάση εργασίας.
Έχει μεγάλη σημασία ο λόγος της συμμετοχής των εργαζόμενων στα ΜΜΕ σε αυτήν την απεργία, η οποία είχε προκηρυχθεί ενάντια στις απολύσεις. Τα σωματεία των τεχνικών συμμετείχαν γιατί λόγω της εργασιακής τους θέσης πλήγονται πιο άμεσα από την κρίση και τις απολύσεις, κατάσταση που τους φέρνει (όπως και πολλά άλλα) πιο κοντά σε όλους τους εργαζόμενους κι όχι στους «εξασφαλισμένους» μεγαλοδημοσιογράφους της ΕΣΗΕΑ. Το σωματείο της ΠΟΕΣΥ αποφάσισε 24ωρη απεργία με μια αρκούντως ριζοσπαστική για τα συνδικαλιστικά δεδομένα του «χώρου» απόφαση, η οποία έβαζε στο επίκεντρο της την ανάγκη συμπόρευσης των εργαζόμενων στα ΜΜΕ με την υπόλοιπη εργατική τάξη, εξαιτίας του ιστορικού μεγέθους της επίθεσης που εξαπολύει το κεφάλαιο. Τέλος η γκρίνια των δημοσιογράφων είχε την υλική της βάση στο γεγονός ότι θα ήταν οι μόνοι που περνούσαν ένα 8ωρο στο γραφείο, όταν όλοι οι υπόλοιποι συνδικαλιστικά καλυμμένοι εργαζόμενοι εντός εκτός ΜΜΕ θα απεργούσαν.
Με λίγα λόγια, η πίεση των από τα κάτω είχε στο επίκεντρο της την κοινή ταξική συνθήκη που βιώνουν οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Οι εργαζόμενοι-ες στα ΜΜΕ νοιώθουν την ανάγκη να συμπορευτούν με άλλους εργαζόμενους-ες έστω και στα 24ωρα πυροτεχνήματα των γραφειοκρατών, γιατί πολύ απλά αντιμετωπίζουν ακριβώς τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες γραφειοκρατίες, αντιφάσεις, προοπτικές, την ίδια επίθεση κτλ.. Μια υποτιθέμενη ξεχωριστή μονοήμερη απεργία των εργαζόμενων στα ΜΜΕ για να αναδειχθούν τα «ιδιαίτερα προβλήματα» του κλάδου, θα ήταν αντίφαση από την στιγμή που τα «ιδιαίτερα προβλήματα» πηγάζουν από το εξής ένα αυτή την στιγμή: Την ιστορικά ασύλληπτη επίθεση του κεφαλαίου σε ότι έχει κατακτήσει η εργατική τάξη, μέσω των απολύσεων, της μεταφοράς τεραστίων αποθεμάτων έμμεσου μισθού (ασφαλιστικά ταμεία) στα ταμεία των τραπεζιτών, των αναδιαρθρώσεων με στόχο την ελαστικοποίηση της εργασίας.

β. Ο «μέσος πολίτης», το «δικαίωμα στην ενημέρωση», και τα τηλε-πρεζάκια

Οπότε, δεν πρέπει να μας κάνει καθόλου εντύπωση που και τα απεργοσπαστικά επιχειρήματα που αρθρώνονται στον χώρο των ΜΜΕ, ως κεντρικό στόχο βάζουν τον διαχωρισμό των εργαζόμενων σε αυτά από την υπόλοιπη εργατική τάξη. Κι αυτό γίνεται με την επιστράτευση της «δημοσιογραφικής τέχνης» της ιδεολογικής αντιστροφής κι εξαπάτησης: Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να απεργούν όταν έχει «γενική» απεργία, γιατί έτσι «στερούν από τον μέσο Έλληνα πολίτη το δικαίωμα της άμεσης ενημέρωσης για γεγονότα που εκφράζουν την συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας μας» (Π. Μακρής, Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία 4/4/09) Προσέξτε την αντιστροφή: Από την μια η «συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας μας» (αυτοί που δουλεύουν, που απεργούν, που απολύονται; μάλλον αυτοί…) κι από την άλλη ο «πολίτης» που είναι «Έλληνας» και «μέσος» κι έχει «δικαιώματα». Τέσσερις λέξεις προσεκτικά διαλεγμένες από το λεξικό της αστικής ιδεολογίας, έτσι ώστε να αποκρύψουν και να αντιστρέψουν τον εν εξέλιξη ταξικό πόλεμο:
«Πολίτης» αυτή η αφαίρεση που συναντάμε σε νόμους και συντάγματα κι όχι στην καθημερινότητα, όπου υπάρχουν εργαζόμενοι κι εργοδότες. «Πολίτης» που είναι αυτομάτως και «Έλληνας» (μην ξεχνιόμαστε). Κι έπειτα είναι «μέσος». Ως γνωστόν «όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα». Το ένα είναι ψηλό και αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα τελευταία, για τα οποία το κράτος του δίνει 28δις. Το άλλο είναι μικρό και αντιμετωπίζει επίσης οικονομικά προβλήματα, επειδή τα 28 δις θα χρηματοδοτηθούν από αυτόν και τα άλλα μικρά δάχτυλα, τα οποία αποτελούν την «συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας μας», σε αντίθεση με τα μεγάλα δάχτυλα που μάλλον χωράνε σε λίγες παλάμες. Κι όμως κάπου στην μέση υποτίθεται βρίσκεται ένα «μέσο δάχτυλο», ένας «μέσος πολίτης» που δεν αντιμετωπίζει τα οικονομικά προβλήματα των παραπάνω ταξικών κατηγοριών και το μόνο που τον ενδιαφέρει αυτή την στιγμή είναι «το δικαίωμα στην άμεση ενημέρωση». Να σημειώσουμε βέβαια, ότι όποτε αυτή η αφηρημένη έννοια προσωποποιείται, παίρνει την μορφή του δίποδου μέσης ή μεγάλης ηλικίας συνήθως, της κατηγορίας «noikokiraious kirpantelious», που αναφέραμε και πριν. Αυτός ο «μέσος πολίτης» έχει λοιπόν «δικαιώματα».
«Ο μέσος πολίτης», τα «δικαιώματα» του και η σκατόφατσα του «noikokiraious kirpantelious» εμφανίζονται για έναν περίεργο λόγο πάντα όποτε ξεσπά μια απεργία ή ένας ταξικός αγώνας. Τα «δικαιώματα» του πάντα βασίζονται στην δουλειά των άλλων. Ο «μέσος πολίτης» έχει «δικαίωμα στην υγεία», όποτε απεργούν οι γιατροί, στην «καθαριότητα» όποτε απεργούν οι οδοκαθαριστές, στην «μόρφωση των παιδιών του» όποτε απεργούν οι εκπαιδευτικοί, στην «άμεση ενημέρωση» όποτε απεργούν οι δημοσιογράφοι. Ο «μέσος πολίτης» στρέφεται πάντα ενάντια στους εργαζόμενους και στους αγώνες τους. Στην ακραία του μορφή έχει «δικαίωμα στην εργασία» που του το στερούν όσοι περιφρουρούν μια απεργία. Γι’ αυτό ο «μέσος πολίτης» δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ιδεολόγημα του απεργοσπάστη.
Ας ξαναγυρίσουμε στα επιχειρήματα των απεργοσπαστών στην βιομηχανία των ΜΜΕ, όπως αυτά εκφράστηκαν με τρία άρθρα στην «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία» στις 4/4, και στην ιδεολογική αντιστροφή που αυτά επιχειρούν. Σύμφωνα πάλι με τον Πέτρο Μακρή, οι απεργίες των δημοσιογράφων σε μέρες γενικής απεργίας βολεύουν το «αντιεργατικό-αντικοινωνικό κατεστημένο», γιατί έτσι ο «κόσμος» (μάλλον εννοεί το σύνολο των «μέσων πολιτών») «βυθίζεται στις πολυθρόνες και αποκοιμιέται με τα αποχαυνωτικά τηλεοπτικά σόου». Έχουμε και λέμε: «Ο κόσμος» βλέπει τηλεόραση βρέξει χιονίσει, είτε δουλεύει, είτε απεργεί. Αν δεν έχει ειδήσεις θα αποκοιμηθεί στον καναπέ του με τηλεοπτικά σόου. Το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το σύνολο των «μέσων πολιτών», είναι ταυτόχρονα ένα σύνολο εξαρτημένων από την τηλε-πρέζα.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι αυτά τα αποχαυνωμένα τηλε-πρεζάκια μετατρέπονται σε «πολίτες με δικαίωμα στην άμεση ενημέρωση», επειδή υποτίθεται ότι προτιμούν τα δελτία ειδήσεων από τα τηλεοπτικά σόου. Αν και τα δυο παράγονται από την ίδια βιομηχανία ο συγγραφέας υπονοεί ότι τα πρώτα ούτε αποχαυνώνουν, ούτε αποκοιμίζουν, ούτε βυθίζουν στις πολυθρόνες. Γιατί, όπως μας εξηγεί παραπάνω, η προσφορά των δελτίων ειδήσεων είναι «η αμεσότητα της πληροφόρησης» που τα διακρίνει από «τα μπαγιάτικα προϊόντα» (όπως τα τηλεοπτικά σόου). Θα ήμασταν υπερβολικοί αν συμπεραίναμε ότι τα δελτία ειδήσεων προσφέρουν κάποιο είδος «καθαρού ναρκωτικού» σε αντίθεση με τα «ληγμένα» που προσφέρει η υπόλοιπη τηλεβιομηχανία αποχαύνωσης;

γ. Οι υποτιθέμενες αντεργατικές-αντικοινωνικές επιπτώσεις από τις απεργίες στα ΜΜΕ

Σε αντίθεση με τον Π. Μακρή, ο Γ. Καρελιάς στέκεται περισσότερο στην αξία της «δημοσιογραφικής ενημέρωσης» που πλήττεται από την συμμετοχή στην απεργία των υπόλοιπων εργαζομένων (μάλιστα φαίνεται να τον καίει υπερβολικά το ζήτημα, αφού δημοσιεύει δυο άρθρα για το ίδιο θέμα…). «Το μπλακ άουτ στην ενημέρωση την ημέρα που κατ’ εξοχήν έπρεπε να προβληθεί η απεργία είναι λάθος». Σε αυτό το επιχείρημα συμπυκνώνεται η κύρια ιδεολογική αντιστροφή που επιχειρεί η απεργοσπαστική ιδεολογία στα ΜΜΕ, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο επιχείρημα χρησιμοποιείται κατά κόρον όποτε μπαίνει ζήτημα απεργίας στα ΜΜΕ:
Οι απεργίες δεν έχουν νόημα αν δεν προβληθούν από τα ΜΜΕ, οπότε οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ για λόγους ταξικής αλληλεγγύης δεν πρέπει να απεργούν όποτε απεργούν οι άλλοι. Πράγματι τα απεργιακά πυροτεχνήματα των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στηρίζονται αποκλειστικά στην θεαματική προβολή τους από τα ΜΜΕ κι όχι σε οποιαδήποτε έννοια ταξικής πάλης. Αν δεν απεργούσαν τα ΜΜΕ θα υπήρχε και άμεσα στα δελτία το τρίλεπτο ρεπορτάζ από την κηδεία της ΓΣΕΕ και τον επικήδειο του Παναγόπουλου. Οπότε σε αυτό το επίπεδο (της προβολής του ρόλου των γραφειοκρατών) πράγματι υπάρχει ένα «λάθος», που όπως σημειώνει κι ο μεγαλοδημοσιογράφος μπορεί να αποτραπεί στο μέλλον μέσω μιας συνεννόησης με την ΓΣΕΕ.
¨Όμως, η δύναμη μιας απεργίας βρίσκεται στο μπλοκάρισμα της παραγωγής και των κερδών των αφεντικών κι όχι στα καραγκιοζιλίκια των εργατοπατέρων. Κι όποτε έχει τεθεί τέτοιο ζήτημα από απεργίες εργαζομένων, αναφέραμε και πιο πριν την στάση που κρατά η βιομηχανία των ΜΜΕ. Συνεπώς, παρά το φιλεργατικό περιτύλιγμα, το συγκεκριμένο επιχείρημα επιζητά δυο πράγματα: Πρώτον, όταν υπάρχουν απεργίες να λειτουργούν τα ΜΜΕ για να μπορούν να τις διαστρεβλώνουν, να τις συκοφαντούν και να αποκρύβουν τον λόγο των απεργών. Δεύτερον, να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ να απεργήσουν σε περίπτωση που δημιουργηθεί απεργιακό κίνημα στην ελληνική κοινωνία. Ενδεχόμενο επιστημονικής φαντασίας; Ίσως, αλλά αν στον Μάη του 68 οι Γάλλοι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ σκέφτονταν όπως ο Καρελιάς, τότε θα έμεναν οι μόνοι απεργοσπάστες μέσα σε εκατομμύρια απεργών.
Μια άλλη πλευρά του ζητήματος «μπλακ άουτ στην ενημέρωση» είναι σύμφωνα με τον Γ. Καρελιά, οι «φημολογίες που παίρνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις» και η παραπληροφόρηση σε διάφορα μπλόγκ. Αναφέρει ως παράδειγμα ότι με αφορμή πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, κάποια μπλόγκ ανέφεραν ότι πέφτει η κυβέρνηση. Εδώ ουσιαστικά η απεργοσπαστική ιδεολογία προσπαθεί να συσπειρώσει τους εργαζόμενους γύρω από τα συντεχνιακά ζητήματα που πλήττονται από μια απεργία με ταξικό περιεχόμενο.
Τα τελευταία χρόνια το προϊόν που παράγει η βιομηχανία των ΜΜΕ, παράγεται κι από έναν αξιοπρόσεκτο ανταγωνιστή. Το διαδίκτυο και τα μπλογκς. Αν αφήσουμε στην άκρη την κινηματική χρήση των παραπάνω μέσων, πράγματι ισχύει ότι τα μπλογκς παράγουν σε πιο συμφέρουσες για τον καταναλωτή τιμές το ίδιο προϊόν που παράγει κι η βιομηχανία των ΜΜΕ. Στον ίδιο βαθμό κι η παραπληροφόρηση που σκορπούν τα «κλασσικά» ΜΜΕ, σκορπιέται πλέον κι από διάφορα μπλογκς, άλλωστε αποτελεί «κοινό μυστικό» στον κλάδο ότι πολλά βρώμικα παιχνίδια παίζονται από (μεγαλο)δημοσιογράφους που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία των μπλογκς. Η βιομηχανία των ΜΜΕ απειλείται οικονομικά από τον «καινούργιο παίχτη» και μέχρι να επαναπροσδιορίσει τους όρους του «παιχνιδιού», προσπαθεί να διαβάλλει τον ανταγωνιστή. Συνακόλουθα, όπως για μια βιοτεχνία υπάρχει ο μπαμπούλας των φθηνών κινέζικων προϊόντων, έτσι κι η βιομηχανία των ΜΜΕ προτάσσει την φθηνή παραπληροφόρηση που παράγουν διάφορα μπλογκς, ως λόγο συσπείρωσης των εργαζομένων της ενάντια στους ανταγωνιστές.

δ. Ο κεντρικός στόχος της απεργοσπαστικής ιδεολογίας στα ΜΜΕ

Συγκεντρωτικά, ο Γ. Καρελιάς, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, μας λέει ότι όποτε απεργούν οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ παράγεται παραπληροφόρηση και δεν προβάλλονται οι αγώνες των εργατών. Οπότε δεν πρέπει να απεργούν οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ; Η απεργοσπαστική ιδεολογία δεν μπορεί να πει κάτι τέτοιο, γιατί τότε θα μετατρεπόταν σε φασιστική ιδεολογία. Μας λέει ότι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ μπορούν να απεργούν, αλλά να μην απεργούν μαζί με τους άλλους εργαζομένους. «Ο δημοσιογραφικός κλάδος έχει πολλά προβλήματα για τα οποία θα άξιζε μια ξεχωριστή κινητοποίηση», «ουδεμία προβολή των αιτημάτων των ανθρώπων των ΜΜΕ έγινε». Μετάφραση: οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ δεν πρέπει να θεωρούν ότι βρίσκονται στην ίδια θέση με τους υπόλοιπους εργαζομένους, πρέπει να έχουν πλεονεκτικότερη θέση ως προς την προβολή των υποτιθέμενων «ξεχωριστών» αιτημάτων τους. Η απεργοσπαστική ιδεολογία προσπαθεί να μεταφέρει την σύγκρουση σε ένα έδαφος καλύτερα ελεγχόμενο, στο βασίλειο των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών και των συντεχνιακών περιχαρακώσεων. Εκεί που παίζει μπάλα η ΕΣΗΕΑ κι όπου η υπόλοιπη κοινωνία αδιαφορεί για τα «ρετιρέ» των δημοσιογράφων που πλήττονται και αυτά από την οικονομική κρίση.

Εντέλει, σε μια ιστορική κρίση όπως η σημερινή, όλοι και όλες αργά ή γρήγορα θα κριθούμε από την ιστορία για την στάση που κρατάμε. Στην βιομηχανία των ΜΜΕ, όπως και σε όλους τους εργασιακούς χώρους υπάρχει μια αρκετά μεγάλη γκάμα συμπεριφορών απέναντι στο φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα ερείπια της (μικρο)αστικής ιδεολογίας. Άλλοι/ες γλείφουν τα αφεντικά τους μπας και γλιτώσουν από την πρόσκρουση, άλλοι/ες κοιτάνε την δουλειά τους και κάνουν πώς δεν βλέπουν, άλλοι/ες οργανώνονται συλλογικά σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο για να αντιμετωπίσουν την επίθεση του κεφαλαίου και να περάσουν στην αντεπίθεση. Εμείς ανήκουμε στην τελευταία κατηγορία.

[1] Τα μονοήμερα απεργιακά πυροτεχνήματα που προκηρύσσουν οι ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ από την μια δίνουν την δυνατότητα σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους να απεργήσουν, από την άλλη για άλλους τόσους σε επισφαλείς/μαύρες εργασιακές θέσεις σηματοδοτούν άλλη μια κανονική μέρα δουλειάς, οπότε η λέξη «γενική» ακούγεται καταχρηστική/ειρωνική δίπλα στην λέξη απεργία.

27/10/08

Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: συμπληρωματική ύλη 2 (γιατί προκαλούμε κρίση στο κεφάλαιο)


Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που έχουμε διαβάσει για την καπιταλιστική κρίση. Ενώ οι δείχτες των χρηματιστηρίων έχουν πάρει φόρα - κατηφορα,
τα ΜΜΕ σπέρνουν ιδεολογική σύγχηση σχετικά με τις αιτίες της κρίσης, έτσι ώστε κανείς να μην διανοηθεί καν να σκεφθεί ότι είναι η ίδια η κεφαλαιοκρατική σχέση που βρίσκεται σε κρίση αναπαραγωγής λόγω των αγώνων μας.

Ένα από τα προτερήματα της συγκεκριμένης ανάλυσης είναι το γεγονός ότι συνδυάζει μερικές αλήθειες που δεν έχουν αλλάξει από την εποχή που ο Μαρξ έγραψε το Κεφάλαιο (δυο "απλές" λεξούλες: "κρίση υπερσυσσώρευσης"), με την αλληλεπίδραση αυτών με τις σύγχρονες αλλαγές στον τρόπο παραγωγής και την νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση των τελευταίων δεκαετιών. Αρκετά σημαντική βρισκουμε και την κριτική που γίνεται στο (μη μεταφρασμένο ακόμα στα ελληνικά) βιβλίο της Beverly Silver περι υποτίμησης των αγώνων γύρω από την άμισθη εργασία (φοιτητές, εκπαίδευση, "πρακτική άσκηση") καθώς και των πιο "άτυπων" και "υπόγειων" αρνήσεων (που γίνοννται από τον καθένα ατομικά αλλά σε μαζική κλίμακα) που ρίχνουν τα κέρδη των αφεντικών. Αγώνες που τουλαχιστον εμείς ως νεοι εργαζόμενοι και τα αντιμαθήματα του πληροφοριακού εργάτη δεν τους έχουμε υποτιμήσει καθόλου, όσο και αν δεν ταιριάζουν με την όρθοδοξη κι εργατίστικη ερμηνεία της έννοιας "ταξικοί αγώνες"...

(το κείμενο αυτό υπάρχει μαζί με αρκετά ακόμη ενδιαφέροντα κείμενα στο μπλογκ Ριζοσπαστικός Προβληματισμός)


Μια αιρετική ταξική ερμηνεία
της χρηματοπιστωτικής κρίσης
(μέσω της παρουσίασης του βιβλίου Forces of Labor)


Γιατί το κεφάλαιο «φεύγει» από την παραγωγή; Γιατί έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ το χρηματοπιστωτικό σύστημα; Απαντήσεις μπορούν να δοθούν μόνο αν μελετήσουμε την εξέλιξη της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο και διαχρονικό επίπεδο. Και αυτό ακριβώς κάνει το Forces of Labor. Ένα βιβλίο που δυστυχώς δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά αλλά έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις σε Αμερική και Ευρώπη.


Forces of Labor: Workers’ Movements and Globalization since 1870
(Δυνάμεις της Εργασίας: Εργατικά Κινήματα και Παγκοσμιοποίηση
από το 1870)

της Beverly Silver.


Η συγκεκριμένη βιβλιοπαρουσίαση είναι εκτενής και καταπιάνεται με το ζήτημα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μόνο στο τελευταίο μέρος της, όπως και το ίδιο το βιβλίο. Παρολαυτά, είναι αναγκαίο να μιλήσουμε αναλυτικά για το βιβλίο, καθότι καταφέρνει, με ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ ανάλυση, όχι μόνο να καταρρίψει πολλούς σύγχρονους μύθους για τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά ταυτόχρονα να μας δώσει εννοιολογικά όπλα και «προβλέψεις» για τον 21ο αιώνα.

Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μια ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο του Binghamton στην Αμερική ξεκίνησε να δημιουργεί μια βάση δεδομένων για τους εργατικούς αγώνες. Μια βάση δεδομένων που κάλυπτε όλο τον κόσμο (168 χώρες), από το 1870 και έπειτα. Ως το 1996 συγκέντρωσε 91947 αναφορές εργατικής αναταραχής που αποτέλεσαν την εμπειρική βάση του βιβλίου. Έμφαση δόθηκε στα «κύματα αγώνων», δηλαδή σε στιγμές άμπωτης ή παλίρροιας αγώνων και πως αυτές ταίριαζαν με τις αλλαγές πολιτικής διαχείρισης των εργατικών κινημάτων.
Με αυτή τη βάση δεδομένων, η Beverly Silver (μέλος της ερευνητικής ομάδας που κατέγραψε τους εργατικούς αγώνες) ξεκινά το βιβλίο της θέτοντας σημαντικά ερωτήματα, ερωτήματα που συνδέθηκαν με τη ρητορική της παγκοσμιοποίησης.

Τι είναι πραγματικά «καινούργιο» στον καπιταλισμό σήμερα; Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι παγκόσμιες οικονομικές διαδικασίες μετάλλαξαν τελείως την εργατική τάξη και το έδαφος που πρέπει να λειτουργήσουν τα εργατικά κινήματα; Ή θα πρέπει να περιμένουμε την ανάδυση ξανά σημαντικών εργατικών αγώνων, την αναπαραγωγή των αντιφάσεων στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας; Σημαίνει η παγκοσμιοποίηση μια ραγδαία μείωση της δύναμης και των δικαιωμάτων όλων των εργατών του κόσμου; Προωθεί η «παγκοσμιοποίηση» τη δημιουργία μιας εργατικής τάξης που είναι όλο και περισσότερο ομοιογενής, μιας εργατικής τάξης που κλίνει προς το διεθνισμό;

Έχοντας στο νου τέτοια ερωτήματα που απασχολούν τους ριζοσπαστικούς κύκλους, η Silver θέτει πρώτα κάποια στοιχεία της μεθόδου της.

Ξεκινά με τους εργάτες. Από πού αντλούν δύναμη και αγωνίζονται; Η Silver διαχωρίζει τρία είδη δύναμης των εργατών:
α) τη δύναμη-στην-παραγωγή, μέσα-στο-χώρο-δουλειάς (workplace power). Μέσα στην παραγωγή, οι εργαζόμενοι λόγω της αντικειμενικής θέσης τους στον καταμερισμό εργασίας μπορεί να έχουν περισσότερη ή λιγότερη δύναμη. Οι εργαζόμενοι π.χ. σε μια εφημερίδα, δεν έχουν την ίδια δύναμη στο χώρο δουλειάς. Αν οι τυπογράφοι σταματήσουν τη δουλειά, η εφημερίδα δεν θα εκδοθεί. Αν την σταματήσουν οι αθλητικογράφοι, η εφημερίδα θα βγει (το πολύ-πολύ να λείπει το αθλητικό ρεπορτάζ). Από την άλλη μεριά, το σταμάτημα στο τυπογραφείο εμποδίζει τη συγκεκριμένη εφημερίδα να κυκλοφορήσει. Αν οι διανομείς των εφημερίδων σταματήσουν τη δουλειά, όλες οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν. Η δύναμη τους είναι ακόμα μεγαλύτερη.
β) τη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας (marketplace power). Οι εργαζόμενοι με σπάνια εξειδίκευση έχουν μεγαλύτερη δύναμη για να διεκδικήσουν. Το ίδιο και οι εργαζόμενοι που δεν αντιμετωπίζουν στον κλάδο τους ανεργία ή αυτοί που μπορούν να βρίσκουν εισόδημα από άλλες μη-μισθωτές εργασίες. Έτσι π.χ. σήμερα στην Ελλάδα, σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνίας, άλλη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας έχουν οι τεχνικοί δικτύου (σχετικά μη-κορεσμένη εξειδίκευση, χαμηλή ανεργία) και άλλη οι πωλητές των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων στα καταστήματα της εταιρείας.
γ) την οργανωτική-δύναμη (associational power) . Εδώ μιλάμε για τη δύναμη που έχουν οι εργαζόμενοι λόγω των σχέσεων, των συλλογικοτήτων που αναπτύσσουν (επιτροπές, σωματεία, κόμματα κτλ.). Μιλάμε για τη μη-δομική δύναμη των εργατών, σε αντίθεση με τις δυνάμεις που περιγράφτηκαν παραπάνω (α και β) που αποτελούν τη δομική δύναμη του εργάτη (βέβαια δομική και μη-δομική δύναμη αλληλοεπιδρούν).

Μετά τις δυνάμεις των εργατών, η Silver ορίζει με συστηματικό τρόπο και τους αγώνες των εργατών. Τους χωρίζει σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Α) «Αγώνες του (Καρλ) Μαρξ», δηλαδή επιθετικοί αγώνες όπου (νέες) εργατικές τάξεις διεκδικούν.
Β) «Αγώνες του (Καρλ) Πολάνυι», αγώνες που κάνουν οι εργάτες για να μη χάσουν προηγούμενα «κοινωνικά συμβόλαια», δικαιώματα. Αυτούς τους αγώνες συνήθως τους ονομάζουμε «αμυντικούς» (και βλέπουμε κυρίως στην Ελλάδα και στο Δυτικό κόσμο σήμερα).

Και οι δύο τύποι αγώνων είναι στην ουσία αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στην προλεταριακή συνθήκη, δηλαδή τη μετατροπή τους και τη χρήση τους σαν εμπορεύματα -εμπορεύματα στην παραγωγή (η έμφαση του Μαρξ), εμπορεύματα στην αγορά εργασίας (η έμφαση του Πολάνυι). Είναι οι αντιδράσεις αυτών που έχουν προλεταριοποιηθεί εδώ και χρόνια, που ζουν από το μισθό και δύσκολα φαντάζονται την έξοδο από τη μισθωτή εργασία, αλλά και αυτών που έχουν μερικώς προλεταριοποιηθεί ή πρόσφατα προλεταριοποιηθεί και που παλεύουν να ξεφύγουν από την προλεταριακή συνθήκη. Η βάση δεδομένων της Silver δεν περιλαμβάνει αγώνες των φοιτητών, των μη μισθωτών αγροτών, των στρατιωτών, των κομμουνιστών, αναρχικών κτλ. αλλά μόνο εργατών-ανέργων, αυτών δηλαδή που έχουν σχέση με το μισθό. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως αδυναμία αλλά και δύναμη του βιβλίου (ανάλογα την οπτική), η επικέντρωση στη μισθωτή εργασία και στη δύναμη της να επηρεάζει τις παγκόσμιες πολιτικές.

Μετά τους εργάτες, η Silver περνά στην ανάλυση των στρατηγικών του κεφαλαίου. Προτού όμως το κάνει αυτό μιλά για τα δύο είδη κρίσης του ιστορικού καπιταλισμού, του καπιταλισμού έτσι όπως τον έχουμε γνωρίσει εμπειρικά τα τελευταία 150 χρόνια. Έχει διαφανεί λοιπόν το εξής: καθότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση, όταν αναπτύσσεται δημιουργεί εργατικές τάξεις που αργά ή γρήγορα θα διεκδικήσουν και θα προκαλέσουν «κρίση κερδοφορίας» (σκεφτείτε τους αγώνες στην Ελλάδα στη μεταπολίτευση). Οι παραχωρήσεις που θα γίνουν (λόγω των εργατικών απαιτήσεων, του αναβρασμού) δεν μπορούν να διαρκέσουν πολύ (θυμηθείτε τη στροφή του ΠΑΣΟΚ ήδη από το 1985). Τα «κοινωνικά συμβόλαια» πρέπει να σπάσουν, η εργασία να αναδιαρθρωθεί και εντατικοποιηθεί (δεκαετία του ’90). Αυτό δημιουργεί «κρίση νομιμοποίησης» των πολιτικών που ακολουθούνται και αντίσταση («αμυντικοί αγώνες» όλη τη διάρκεια του ’90 και μέχρι σήμερα στην Ελλάδα). Με άλλα λόγια, το κεφαλαίο, ακριβώς επειδή είναι κοινωνική σχέση, δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τις αντιφάσεις του: πότε αντιμετωπίζει κρίση νομιμοποίησης, πότε κρίση κερδοφορίας.

Πάμε τώρα στις στρατηγικές/ρυθμίσεις του κεφαλαίου απέναντι στους εργάτες –που τι συμφορά!- αντιδρούν συνέχεια στο να είναι εμπορεύματα. Το κεφάλαιο, για να αντιμετωπίσει τους εργάτες μπορεί:
Α) Να μεταφέρει την παραγωγή (spatial fix), την επιχείρηση, σε χώρες που υπάρχει απουσία αγώνα και διεκδικήσεων, που υπάρχουν πολλά χέρια προς προλεταριοποίηση, που υπάρχει χαμηλό εργατικό κόστος.
Β) Να αναδιαρθρώσει τεχνολογικά την παραγωγή, την επιχείρηση (technological fix),
Γ) Να μεταπηδήσει σε πιο κερδοφόρους, λιγότερο κορεσμένους κλάδους παραγωγής προϊόντων (product fix)
Δ) Να «φύγει» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), δηλαδή να πουλήσει μονάδες παραγωγής, να γίνει χρήμα που θα χρησιμοποιείται σε χρηματιστηριακές ή άλλες βραχύβιες επενδύσεις.

Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις ονομάζονται συχνά «αναδιάρθρωση». Το κεφάλαιο όμως έχει και άλλα όπλα. Μπορεί μέσω των συνδικάτων να προωθήσει τον «υπεύθυνο συνδικαλισμό», δηλαδή τον κορπορατισμό, για να ελέγξει τις αντιστάσεις αν αυτές είναι πυκνές (και προτού χρησιμοποιήσει τελικά κάποια από τις τέσσερις παραπάνω στρατηγικές/ρυθμίσεις που «λύνουν» πιο «μακροπρόθεσμα» το πρόβλημα). Μπορεί ακόμα, μέσω του Κράτους, να ρυθμίσει τη ροή της μεταναστευτικής εργασίας προς όφελος του π.χ. φέρνοντας φθηνά εργατικά χέρια και πλήττοντας τους ντόπιους εργάτες ως προς τη δύναμη-τους-στην-αγορά-εργασίας. Μπορεί ακόμα να προωθήσει μέσα στη δουλειά ένα πλήθος διαιρέσεων με βάση το μισθό, το φύλο, την ηλικία, την εξειδίκευση κ.α. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε. Η Silver δείχνει άψογα ότι τόσο «ο υπεύθυνος συνδικαλισμός», η μετανάστευση και κυρίως οι διαιρέσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τους εργάτες για να αντεπιτεθούν. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το πώς οι εργάτες -σε αντίθεση με την «ομογενοποίηση» τους που προσδοκούσε ο Μαρξ- αντιδρούν στο να αντιμετωπίζονται όλοι σαν αναλώσιμα γρανάζια, σαν εμπορεύματα, και προσπαθούν να φτιάξουν ταυτότητες που τους διακρίνουν και που τους προστατεύουν υλικά. Ταυτότητες που στηρίζονται στο φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα, την εξειδίκευση κτλ. Με λίγα λόγια, οι διαιρέσεις έρχονται και «από κάτω», και όχι μόνο «από τα πάνω».

Παίρνοντας τις 4 βασικές ρυθμίσεις που προωθεί το κεφάλαιο, και τα εμπειρικά δεδομένα των εργατικών αγώνων σε διαχρονικό και παγκόσμιο επίπεδο, η Silver δείχνει τώρα πολλά πράγματα.

Α) Η «μεταφορά» της παραγωγής (spatial fix), του εργοστασίου, «φτάνει» για το κεφάλαιο; Μελετώντας την ηγετική βιομηχανία του 20ου αιώνα, την αυτοκινητοβιομηχανία, η Silver δείχνει πως από εκεί που έφυγαν τα εργοστάσια αποσυντέθηκαν ισχυρές εργατικές τάξεις με ιστορία, αλλά εκεί που πήγαν τα εργοστάσια δημιουργήθηκαν νέες εργατικές τάξεις που προκαλούν πονοκέφαλο στους αυτοκινητοβιομήχανους: από την Αμερική και τον Καναδά ως την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, και μετά ως την Ισπανία, την Αργεντινή, και έπειτα τη Βραζιλία και τη Ν.Αφρική και τώρα τη Ν.Κορέα, το Β.Μεξικό και την Κίνα, αγώνες ξεσπούν συνέχεια!

Β) Η τεχνολογική αναδιάρθρωση της παραγωγής (technological fix) «φτάνει»; Η Silver σημειώνει ότι, όταν εισήχθη ο φορντισμός και ο ταιηλορισμός, είχαν προκαλέσει κύματα απαισιοδοξίας: λέγονταν ότι «οι εργατικοί αγώνες μας τέλειωσαν», ο παλιός τεχνίτης-εργάτης που έλεγχε την παραγωγή θα αποσυντεθεί και δεν θα μπορούν να γίνουν αγώνες στα «μεγάλα και απρόσωπα» εργοστάσια από τους ανειδίκευτους κτλ. Μόνο εκ των υστέρων διαψεύστηκαν οι «Κασσάνδρες», μόνο εκ των υστέρων ο φορντισμός έγινε «η χρυσή εποχή του εργατικού κινήματος». Σήμερα έχει εισαχθεί -και όσον αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία- η just-in-time παραγωγή, η «λιτή» παραγωγή, ο «τογιοτισμός». Πολλά άλλαξαν. Πολλοί άνθρωποι απολύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ρομπότ. Στη Δύση παρέμεινε ένα πολύ εξειδικευμένο προσωπικό, τα «λευκά κολλάρα» της καινοτομίας, και τα άλλα μέρη της παραγωγής δόθηκαν σε εργολάβους (εντός ή εκτός της χώρας) που απασχολούν ένα πλήθος επισφαλών, ανειδίκευτων εργατών -«μπλε κολλάρων». Αλλά και η just-in-time παραγωγή είναι πολύ ευάλωτη. Ειδικά όταν διακόπτεται η μεταφορά (κομματιών των αυτοκινήτων) και η επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών μερών παραγωγής. Η Silver, με παραδείγματα από τη Mitsubishi, τη Ford και τη General Motors, δείχνει ότι η «νέα τεχνολογία» δεν είναι άτρωτη. Εξετάζει επίσης τη σημαντική ιδιαιτερότητα της Ιαπωνίας και το ρόλο της αυστηρά πατριαρχικής οικογένειας στην επιτυχία του «τογιοτισμού».

Γ) Η «μεταπήδηση» σε ένα νέο, μη-κορεσμένο κλάδο παραγωγής προϊόντων (product fix) «φτάνει»; Μπορεί πρόσκαιρα, και μέχρι να συντεθεί μια νέα εργατική τάξη στο νέο, αναπτυσσόμενο κλάδο παραγωγής, το κεφάλαιο να «λύνει τα χέρια του» αλλά αργά ή γρήγορα έρχονται οι αγώνες. H Silver εξετάζει εδώ τη σχέση της υφαντουργίας (ηγετική βιομηχανία του 19ου αιώνα) με την αυτοκινητοβιομηχανία (ηγετική βιομηχανία του 20ου). Δείχνει λοιπόν, με βάση τα παγκόσμια εμπειρικά δεδομένα, ότι: εκεί που το κεφάλαιο «μεταπηδά» από την υφαντουργία στην αυτοκινητοβιομηχανία, εκεί αναπτύσσεται αργά ή γρήγορα η εργατική αντίσταση. Πρώτα η αντίσταση έρχεται στο μέρος που η βιομηχανία πρωτοεμφανίζεται: στην Αγγλία για την υφαντουργία, στην Αμερική για την αυτοκινητοβιομηχανία. Καθότι τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλά, στις χώρες που πρωτοαναπτύσσεται η καινοτομία/βιομηχανία οι επιχειρήσεις είναι πιο πρόθυμες να «μοιράσουν την πίτα» και έτσι να ενσωματώσουν τις εργατικές αντιστάσεις αναπτύσσοντας το βιοτικό επίπεδο των εργατών (να ένας καλός -όχι ο μόνος- λόγος που η Αμερική και η Βρετανία δεν γνώρισαν εργατικές επαναστάσεις). Όταν η αγορά του προϊόντος κορεστεί, όταν ο ανταγωνισμός έχει μεγαλώσει πολύ, η εργατική αντίσταση φέρνει πολλά προβλήματα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και είναι πιο πιθανή η καταστολή παρά η ενσωμάτωση (βλ. Κίνα για την υφαντουργία και Ν.Αφρική ή Ν. Κορέα ή Κίνα για την αυτοκινητοβιομηχανία σήμερα).
Και σήμερα; Ποια είναι η ηγετική βιομηχανία του 21ου αιώνα; Εδώ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά με το παρελθόν, επισημαίνει η Silver. Ενώ το 19ο αιώνα η υφαντουργία, και τον 20ο αιώνα η αυτοκινητοβιομηχανία, ήταν ξεκάθαρα οι ηγετικές βιομηχανίες του παγκόσμιου καπιταλισμού, σήμερα υπάρχει μια διάχυση νέων βιομηχανιών όπου καμιά δεν φαίνεται να παίζει τόσο κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια παραγωγή. Επίσης: οι νέες βιομηχανίες θυμίζουν περισσότερο την υφαντουργία, δηλαδή δεν έχουν πολύ «ευάλωτο» τεχνικό καταμερισμό εργασίας, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Η δύναμη-στην-παραγωγή στις νέες βιομηχανίες φαίνεται μειωμένη, και όπως με τους υφαντουργούς κάποτε, μπορεί να αντισταθμιστεί με οργανωτική δύναμη. Η Silver σημειώνει κάποιες από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες βιομηχανίες που οι εργάτες φαίνεται να οργανώνονται και να δίνουν απαντήσεις τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Είναι: α) οι μεταφορές (εδάφους, θάλασσας και αέρος) όπως και οι τηλεπικοινωνίες (π.χ. τηλεφωνικά κέντρα) που συνδέουν τα διαφορετικά μέρη της «παγκοσμιοποιημένης» παραγωγής β) τα ηλεκτρονικά προϊόντα, τα προϊόντα πληροφορικής. Ο σχεδιασμός τους και η εμπορία τους λαμβάνει χώρα στις Δυτικές χώρες ενώ η κατασκευή τους (όπως και η μεταποίηση γενικά) στις περιφερειακές χώρες, με αναδυόμενο γίγαντα την Κίνα γ) Οι υπηρεσίες. Ιδιαίτερη άνοδο έχει ο χρηματοπιστωτικός τομέας που περιλαμβάνει ένα πλήθος δουλειών «λευκών κολλάρων» (διαφήμιση, μάρκετινγκ, νομικές υπηρεσίες, λογιστικά κ.α.). Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται ραγδαία και ένα πλήθος «προσωπικών» υπηρεσιών από «ροζ και μπλε κολλάρα»: οικιακή φροντίδα/καθαρισμός, επισιτισμός-ψυχαγωγία, φύλαξη κ.α. δ) Η βιομηχανία της εκπαίδευσης (με συνεχή άνοδο σε αγώνες τις τελευταίες δεκαετίες, όπως φανερώνει η βάση δεδομένων αλλά και η εμπειρία μας στην Ελλάδα).

Δ) Πάμε τώρα στη «φυγή» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), αυτό που αποκαλύπτεται με τη σημερινή κρίση. Αυτή «φτάνει»; Η Silver μπαίνει εδώ στην ανάλυση της σχέσης μεταξύ εργασίας και των παγκόσμιων πολιτικών που ακολουθούνται. Και δείχνει ότι: αν το τέλος του 19ου και η αρχή του 20ου αιώνα ήταν σε γενικές γραμμές η εποχή των «αγώνων του Μαρξ», των «επιθετικών διεκδικήσεων», της ανόδου των εργατικών αγώνων, της δημιουργίας του μοντέρνου εργατικού κινήματος (και συνάμα η εποχή της Αγγλικής παγκόσμιας ηγεμονίας), το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, φαίνεται να είναι η εποχή των «αγώνων του Πολυάνι», οι αγώνες που προσπαθούν να διατηρήσουν κεκτημένα κοινωνικά συμβόλαια, οι αγώνες μέσα στην Αμερικάνικη παγκόσμια ηγεμονία αλλά και στην πρωτοεμφανιζόμενη «Παγκόσμια Κοινωνία των Εθνών». Χρειάστηκαν 2 παγκόσμιοι πόλεμοι (που ξέσπασαν μετά από ανοδικούς εργατικούς αγώνες και που στο τέλος τους χαρακτηρίστηκαν πάλι από έντονους αγώνες και επαναστάσεις) για να ανακοπεί η δυναμική του μοντέρνου εργατικού κινήματος. Χρειάστηκαν σημαντικά κοινωνικά συμβόλαια, αμέσως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, και μια νέα, οικουμενική συνεργασία των Κρατών. Τα συμβόλαια άρχισαν να σπάνε από το ’80 και μετά. Από τότε ακριβώς που το κεφαλαίο -απέναντι σε ένα νέο κύκλο διεκδικήσεων στα τέλη του ’60 και το ’70- ξεκίνησε αυτό «απεργία»: «φυγή» δηλαδή στη ρευστή μορφή του χρήματος. Η «φυγή στο χρήμα» ξεκίνησε το ’70, με τις ΗΠΑ να δανείζουν στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η ροή του χρήματος αλλάζει μέσα στο ’80. Η ΗΠΑ δανείζονται, συγκεντρώνουν το χρήμα, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες βυθίζονται στην «κρίση του χρέους» και αδυνατούν να καλύψουν τις «υποσχέσεις της εκβιομηχάνισης» στους πολίτες τους. Όλοι οι αγώνες από το ’90 και μετά (από την Κίνα ως το Μεξικό, από την Αργεντινή του 2001 ως τη Γαλλία του CPE) είναι στην πλειοψηφία τους «αγώνες του Πολυάνι», και μια «κρίση νομιμοποίησης» του ιστορικού καπιταλισμού λαμβάνει σήμερα χώρα («κρίση του νεοφιλελευθερισμού» όπως την ονομάζουν).

Η Silver αναρωτιέται: ο φιλελευθερισμός και η «πολιτική του χρήματος» δεν είναι κάτι καινούργιο. Συνέβη και στο τέλος του 19ου αιώνα. Όμως το εργατικό κίνημα αναδύθηκε. Θα συμβεί το ίδιο και τώρα; Μέχρι τώρα η κρίση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος φαίνεται πιο βαθιά. Ποιες οι διαφορές με το παρελθόν; Μία από αυτές είναι ίσως η μείωση -στις νέες ηγετικές καπιταλιστικές βιομηχανίες- της δομικής δύναμης των εργατών και η έλλειψη μιας νέας οργανωτικής απάντησης. Όμως η Silver στρέφει κυρίως το βλέμμα της στην «πολιτική μεταξύ των Κρατών» και στην «πολιτική του πολέμου». Και βλέπει σημαντικές διαφορές σε σχέση με την πρώτη περίοδο φιλελευθερισμού (τέλος του 19ου-αρχές 20ου αιώνα).

Συγκεκριμένα:
Η σημερινή «πολιτική του χρήματος», κατά την οποία μεταφέρονται πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια απ’ ότι τον 19ο αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο, λαμβάνει χώρα υπό διαφορετικές διεθνείς ισορροπίες μεταξύ των κρατών. Μετά τον «πρώτο φιλευθερισμό» που οδήγησε σε όξυνση της ταξικής πάλης, μεγάλους ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνών-κρατών και παγκόσμιο πόλεμο, δόθηκε έμφαση σε μια παγκόσμια τάξη και ισορροπία υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Το κεφάλαιο έμαθε. Έμαθε πως μπορεί να είναι προς το συμφέρον του να επιδιώκει τη διεθνική συνεργασία. Και τα κράτη προχώρησαν. Έμαθαν να μην προκαλούν πολέμους που εμπλέκουν άμεσα πολλούς υπηκόους τους (διότι αυτοί -όπως ιστορικά αποδείχτηκε- μπορεί να εξεγερθούν εναντίον τους). Πράγματι, η Silver δείχνει εύκολα -με τα παραδείγματα από Βιετνάμ, Ιράκ, νησιά Φόκλαντ κ.α.- ότι οι πόλεμοι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσπαθούν να γίνονται με τεχνολογικά μέσα, «αυτοματοποιημένοι», με την όσο δυνατόν λιγότερη συμμετοχή -και σφαγή- ανθρώπων/πολιτών/εργατών (τουλάχιστον από τις μεγάλες δυνάμεις -Αμερική, Ρωσία, Αγγλία, Γερμανία κτλ.- που έχουν την κατάλληλη τεχνολογία). Αυτοί οι πόλεμοι είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που ριζοσπαστικοποίησαν τους εργάτες στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Είναι πόλεμοι που δεν θέλουν να εμπλέξουν μεγάλες μάζες του πληθυσμού των δυτικών, αναπτυγμένων δυνάμεων. Αλλά ούτε και να εξοντώσουν πλήρως τους ανθρώπους των «αδύναμων χωρών». Προκαλούν μεγάλες ζημιές στις οικονομικές υποδομές των αναπτυσσόμενων χωρών έτσι ώστε να διαλυθούν ισχυρές τοπικές εργατικές τάξεις (π.χ. σκεφτείτε σε Ιράκ και Γιουγκοσλαβία). Είναι πόλεμοι ενάντια σε ότι χτίζει την υποκειμενικότητα του εργάτη (σε Δύση και Ανατολή) παρά στην ίδια του τη ζωή (χωρίς να υποτιμούμε ότι χάνονται άνθρωποι).

Η θέση της Silver -ότι «το διαφορετικό διεθνές διακρατικό/πολεμικό περιβάλλον» παίζει ρόλο- είναι πολύ εύστοχη. Πράγματι, αυτό που βλέπουμε σήμερα εμείς -μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών ΟΛΩΝ των κρατών για διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος- ήταν αδιανόητο στις αρχές του 20ου αιώνα και επιβεβαιώνει τη θέση της Silver για τη σημασία της διακρατικής συνεργασίας στην άμβλυνση των αντιφάσεων της σχέσης κεφάλαιο. Φαίνεται εντυπωσιακό πως μέσα στην κρίση η ιαπωνική, η κινέζικη, η νοτιοκορεάτικη, οι αραβικές κ.α. κεντρικές τράπεζες δεν ζητάνε από τις ΗΠΑ τα χρωστούμενα ή έστω δεν τις παρέχουν άλλα κεφάλαια και εμπορεύματα. Η οικονομία των ΗΠΑ όμως πρέπει να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του υποδοχέα κεφαλαίων-επενδύσεων-εμπορευμάτων, το ρόλο της «ατμομηχανής» για να συγκρατηθεί η παγκόσμια κυριαρχία, όχι πάνω στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά βαθύτερα, στις δυνάμεις της εργασίας. Ο τρόμος της ύφεσης δεν είναι παρά φόβος πιθανής εξέγερσης των «από κάτω» (βλ. π.χ. και τη μαρτυρία Αμερικάνου γερουσιαστή ότι απειλήθηκε στρατιωτικός νόμος στις ΗΠΑ αν δεν περνούσε το σχέδιο Πόλσον στο http://indy.gr/newswire/psifizete-to-kse3c7reoma-tha-kiry3c7tei-stratiotikos-nomos ).

Σε αυτό το σημείο όμως διαφαίνεται και ένα μειονέκτημα -κατά εμάς- της προσέγγισης της Silver. Αν και όλο το βιβλίο βρίθει στη σύνδεση ταξικής πάλης και διεθνών πολιτικών, το «συστημικό» σχήμα της Silver δεν δίνει την πρωτοκαθεδρία (ή καλύτερα την πρωτοβουλία των κινήσεων) στην εργατική αντίσταση. Και έτσι: α) στην ανάλυση της για την «αντεπανάσταση» του νεοφιλελευθερισμού το ’80, βλέπει τις αλλαγές στις κρατικές οικονομικές πολιτικές ως κάτι που μπορεί να συμβεί -σχετικά αυτόνομα- «από τα πάνω». Δεν τις ερμηνεύει ως ξεκάθαρο προϊόν της εργατικής αντίστασης το ’60 και το ’70, ως «εξέγερση μέσα στο κοινωνικό συμβόλαιο», στο New Deal, ως «αγώνες του Μαρξ και όχι του Πολυάνι» β) Αφήνει ανοιχτό το περιθώριο να ερμηνευτεί η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση οικονομίστικα, ως «απόρροια των ατσαλένιων οικονομικών νόμων». Τα δύο παραπάνω συμπεράσματα έχουν να κάνουν με μια αδυναμία της βάσης δεδομένων της Silver και αυτή είναι η…


Η υποτίμηση των «αθόρυβων» αντιστάσεων και των «άμισθων» κινημάτων
στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα

Πως «ξέσπασε» η σημερινή κρίση; Πως οδηγούμαστε όλο και περισσότερο στην ύφεση; Φταίνε οι κερδοσκόποι της ελεύθερης αγοράς; Φταίνε οι πολιτικοί που επέτρεψαν την απορρύθμιση της (χρηματοπιστωτικής) αγοράς; Είναι μήπως οι «ατσαλένιοι νόμοι» της οικονομίας που οδήγησαν στην κρίση, οι «δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού»; Ή μήπως η κρίση είναι απόρροια της ταξικής πάλης - για την ακρίβεια, της εργατική αντίστασης που υπάρχει ακόμα και σήμερα με μη-συνηθισμένες μορφές;

Εδώ μπαίνουμε -μέσα από το Forces of Labor- στο ξεπέρασμα του. Στο βιβλίο, και ειδικά στο Παράρτημα, δίνεται ο (πραγματικά πολύ πιο δύσκολος απ’ όσο νομίζουμε) ορισμός της εργατικής αναταραχής. Εκεί επισημαίνεται ότι η βάση δεδομένων στηρίχτηκε σε αγώνες της μισθωτής εργασίας (και όχι φοιτητικούς, αγροτικούς, οικολογικούς αγώνες κτλ.) που ήταν:
α) παρατηρήσιμοι αγώνες, που ήταν δηλαδή συνειδητές, ανοιχτές, δημόσιες πράξεις αντίστασης ή β) πράξεις «κρυμμένης» αντίστασης που ήταν όμως πολύ διαδεδομένες, συλλογικές πράξεις που «έπιασαν» οι εφημερίδες (π.χ. μαζικές απουσίες από τη δουλειά στις Σοβιετικές επιχειρήσεις το ’70 και το ’80). Στο Παράρτημα αναφέρονται και άλλες πράξεις «αντιφατικής» αντίστασης, πράξεις δηλαδή που μπορούν να ερμηνευθούν με δύο τρόπους: κάποια στιγμή μπορεί να είναι αντίσταση στη μισθωτή συνθήκη, κάποιες φορές προσαρμογή στη δυσάρεστη θέση να είσαι εμπόρευμα π.χ. χρήση αλκοόλ. Μια τέτοια «αντιφατική» πράξη, το δανεισμό, θα τον δούμε παρακάτω. Γενικά, μπορούμε να θεωρήσουμε -αν σκεφτούμε ότι η βάση δεδομένων της Silver στηρίχτηκε σε εφημερίδες- ότι οι πράξεις «κρυμμένης» ή «παθητικής» ή «αθόρυβης» αντίστασης είναι υποτιμημένες σε όσα μας παρουσιάζει η συγγραφέας. Αυτές οι πράξεις όμως -σε συνδυασμό με ένα πλήθος ανοιχτών αγώνων (συνήθως αμυντικών, πιο σπάνια επιθετικών) από το ’80 και μετά, μπορούν να μας εξηγήσουν τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση. Συγκεκριμένα:

Α) Ως προς τους ανοιχτούς αγώνες. Μετά το ’60 πολλαπλασιάστηκαν οι πράξεις αντίστασης που είχαν να κάνουν με το φοιτητικό, οικολογικό, γυναικείο κίνημα κτλ. και οι οποίες είχαν ταξικό περιεχόμενο αν και έγιναν από «άμισθα» κοινωνικά κομμάτια. Η ταξική μάχη μεταφέρθηκε δηλαδή και σε πεδία έξω από την άμεση παραγωγή. Η βάση δεδομένων της Silver δεν «πιάνει» αυτούς τους αγώνες –που πολλοί συνεχίστηκαν και μετά το ’80 και γίνονται μέχρι και σήμερα (σκεφτείτε λίγο τους αγώνες που βλέπουμε στην Ελλάδα, από το φοιτητικό κίνημα ως τις μάχες των ΧΥΤΑ). Έτσι, η «νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση» του ’80 μπορεί να ερμηνευθεί από τη Silver σαν κάτι που προήλθε «από τα πάνω». Επίσης, η Silver δεν «πιάνει» ένα πλήθος αγώνων από αυτό-απασχολούμενους αγρότες που μέχρι σήμερα εναντιώνονται σφοδρά στην προλεταριοποίηση τους. Αυτοί οι (αμυντικοί συνήθως) αγώνες αναπτύχθηκαν πολύ το ’80 και το ’90, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο. Η σημασία αυτών των αγώνων π.χ. στην πρόσφατη κρίση (άνοδο) των τιμών των τροφίμων, είναι πάρα πολύ μεγάλη, όπως αναλυτικά δείχνει ο George Caffentzis σε πρόσφατο άρθρο του που μεταφράστηκε στα ελληνικά (δες http://mutantjazs.blogspot.com/2008/10/blog-post_05.html ).
Τέλος, υπάρχουν (ακόμα) επιθετικοί αγώνες των μισθωτών εργατών (πέρα από το πλήθος αμυντικών αγώνων που όλοι βλέπουμε π.χ. ενάντια στις «ιδιωτικοποιήσεις»). Όμως πολλοί από αυτούς τους επιθετικούς αγώνες γίνονται σε «μακρινά» μέρη και σπάνια φτάνουν στο πεδίο ενημέρωσης μας για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το τι συμβαίνει. Επιγραμματικά αναφέρουμε τις 30.000 διαδηλώσεις (!) που καταγράφηκαν επίσημα στην Κίνα το 2000 (πηγή: το βιβλίο της Silver), όπως και τους πολύ σημαντικούς αγώνες των μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια που ανάγκασαν μέχρι και τη «λευκή» αμερικάνικη ομοσπονδία εργασίας, την AFL-CIO, να δεχτεί τους μετανάστες εργάτες στους κόλπους της και να τους στηρίξει (κάτι που δεν έκανε στις αρχές του 20ου αιώνα και που ήταν ένας βασικός λόγος για την εμφάνιση των ριζοσπαστών Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου-IWW, των Wobblies!!).

Β) Ως προς τις «κρυμμένες», «αθόρυβες» και «αντιφατικές» αντιστάσεις. Αυτές υπάρχουν και παίρνουν μορφές που συνήθως δεν τις κατονομάζουμε ως «αντίσταση».

Παραδείγματα από τον αναπτυγμένο κόσμο:
1) Σκόπιμη εναλλαγή στις εργασίες (workers’ turnover): η κινητικότητα προωθήθηκε από το κεφάλαιο αλλά χρησιμοποιείται και από πολλούς εργαζόμενους ως αντίδραση σε κακές εργασιακές συνθήκες, ως πράξη άρνησης στην υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου. Η Silver μιλά και αυτή για τη σημασία του turnover ως προσπάθεια αντίστασης στην προλεταριακή συνθήκη. Αυτή η εναλλαγή σημαίνει…

2) Μειωμένη εργασιακή ηθική και μειωμένη παραγωγικότητα. Μπορεί οι αστοί οικονομολόγοι να μιλούν για αυξημένη παραγωγικότητα αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν ισχύουν τα «ευχολόγια» τους[1]. Η παραγωγικότητα και τα αυξημένα ποσοστά κέρδους παραμένουν συνεχώς ένα επίδικο ζήτημα για το κεφάλαιο από το ’70 και μετά. Και συγκεκριμένα:
α) η παραγωγικότητα. Παρακάτω ακολουθεί ένας ενδεικτικός πίνακας για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Δείχνει τις μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας από το 1961 ως το 2005. Προσέξτε την «κάθοδο» της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ευρώπη των 15 από το ’70 και μετά. Η ανοδική τροχιά της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα (από το ’96 και μετά) οφείλεται κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων μηχανολογικού εξοπλισμού, που είναι η μεγαλύτερη σε ρυθμό αύξηση από κάθε άλλη χώρα στην ΕΕ. (Πηγή των στοιχείων και του πίνακα: «Συσσώρευση και κερδοφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα, 1964-2004», Η.Ιωακείμογλου & Γ.Μηλιός, Περιοδικό Θέσεις, τ.91, Απρίλιος-Ιούνης 2005).


β) Η κερδοφορία. Η θέση ότι η κερδοφορία «έχει πρόβλημα» φαίνεται πολύ οξύμωρη, ειδικά στην Ελλάδα που βλέπουμε ρεκόρ-κερδών. Πρέπει να πούμε τα εξής: καταρχήν, ναι, υπάρχει κερδοφορία από το ’96 και μετά.στην Ελλάδα και μάλιστα μεγάλη, κερδοφορία που έφτασε τα επίπεδα του μέσου όρου της περιόδου 1961-1973 (και υπολείπεται μόνο την περίοδο 1969-1976. Πηγή: «Συσσώρευση και κερδοφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα, 1964-2004», Η.Ιωακείμογλου & Γ.Μηλιός, Περιοδικό Θέσεις, τ.91, Απρίλιος-Ιούνης 2005). Και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ και των κερδών τα τελευταία 12 χρόνια είναι πολύ μεγαλύτερος απ΄ ότι στην Ευρώπη π.χ. το ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 4,1% το 2007 (ενώ στην EΕ με 2,6%) και τα κέρδη των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο με ρυθμό 39% (ενώ στην Ευρώπη αυξήθηκαν με ρυθμό 8-10%. Πηγή: Ελευθεροτυπία, 1/4/2008). Υπάρχουν αυξημένα κέρδη λοιπόν. Για να δούμε όμως πιο προσεκτικά από πού προέρχονται αυτά τα κέρδη-ρεκόρ, π.χ. τα κέρδη του 2007: τα μισά κέρδη (5,7 δις. από τα 11,,3 δις.συνολικά) προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό τομέα, από τους τόκους που κερδίζουν οι τράπεζες, από τις χρηματιστηριακές επενδύσεις που κάνουν κτλ. Αν εξαιρέσουμε τις τράπεζες, τα κέρδη μειώνονται περίπου στο μισό (5,6 δις) και ο ρυθμός αύξησης των κερδών μειώνεται στο 16,5%. Αν δε βγάλουμε εκτός παιχνιδιού τις εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ελέγχονται από το Κράτος (που έχουν κέρδη 2,8 δις) και πάμε στους ιδιώτες καπιταλιστές, τα κέρδη βρίσκονται στα 2,8 δις. Αυτά σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΧΕΠΕΥ Πήγασος. Ανάλογα αποτελέσματα δείχνει και η πανελλαδική έρευνα της STATBANK στις 17/6/2008 (www.statbank.net) για το 2007 που έγινε σε 1700 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις: οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 8,8%, τα κέρδη κατά 15% και το μέσο περιθώριο καθαρού κέρδους διαμορφώθηκε σε 5,6%.
Τώρα: η ίδια έρευνα, όπως και άλλες π.χ. της ICAP, δείχνουν ότι τα κέρδη κατανέμονται σε ένα πλήθος μεγάλων επιχειρήσεων. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων (ποσοστό 77,7%), δήλωσε στην εφορία φορολογητέα κέρδη μικρότερα από 22.010 ευρώ – το ετήσιο εισόδημα 2 μισθωτών που παίρνουν 14 μισθούς των 750 ευρώ!! (πηγή: Ημερησία, 22/8/2008). Αναμφίβολα υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή (για να δηλώνουν 3 στις 4 επιχειρήσεις τόσο μικρά κέρδη), αλλά όλες οι εκθέσεις δείχνουν εδώ και χρόνια ότι στην ουσία την κερδοφορία την «τραβούν» ορισμένοι συγκεκριμένοι «μεγάλοι παίχτες» σε κάθε παραγωγικό κλάδο. Όχι. Δεν μιλάμε εδώ για μια θεωρία μονοπωλίων. Απλά θέλουμε να πούμε ότι η μεγάλη κερδοφορία της Ελλάδας δεν αφορά την πλειοψηφία των επιχειρήσεων που «κοπιάζουν» να βγάλουν υπεραξία. Και μη ξεχνάμε ότι η σημερινή αυξημένη κερδοφορία στηρίζεται και σε φοροαπαλλακτικά μέτρα (όπως π.χ. η σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από 35% το 2004 σε 25% το 2007) και στη κερδοσκοπία στη βάση της αύξησης των τιμών (τροφίμων, πετρελαίου κτλ.).
Εν κατακλείδι: η «αυξημένη κερδοφορία» είναι γεγονός (τουλάχιστον για την Ελλάδα), αλλά στηρίζεται και σε παράγοντες (χρηματοπιστωτικό σύστημα, φοροαπαλλαγές, κερδοσκοπία στις τιμές) που φανερώνουν ότι ο «βαθμός εκμεταλλευσιμότητας της εργατικής τάξης» δεν είναι ικανοποιητικός, ότι υπάρχει μια κρίση: κρίση υπερσυσσώρευσης θα την έλεγαν οι παραδοσιακοί μαρξιστές, κρίση στο ότι υπάρχουν (χρηματικά) κεφάλαια που δεν υπεραξιώνονται αρκετά και πρέπει να εκκαθαριστούν. Κρίση στο βαθμό εκμεταλλευσιμότητας της εργατικής τάξης, θα την λέγαμε εμείς, κρίση λόγω (συνειδητής ή ασυνείδητης, δημόσιας ή αθόρυβης) απροθυμίας των εργατών να υποτιμήσουν τη ζωή τους και άλλο, κρίση που αναγκάζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να δανείζει συνεχώς στις επιχειρήσεις και να προσδοκά την «ικανοποιητική αξιοποίηση» της εργασίας (και απόδοση των δανεικών) στο μέλλον (και όχι στο παρόν)…
Πάμε τώρα λοιπόν σε μια τρίτη πράξη «αντιφατικής» και «αθόρυβης» αντίστασης…

3) Αντικατάσταση του μισθού/δημόσιων παροχών με δάνεια. Προωθήθηκε «από τα πάνω» για να ατομικοποιηθούν και να πειθαρχήσουν περισσότερο οι εργάτες, να γίνουν δηλαδή πιο παραγωγικοί («Ποια απεργία; Πρέπει να δουλέψω για να ξεπληρώσω το σπίτι»), αλλά χρησιμοποιείται πια και «από τα κάτω»: «δεν μπορώ να ζήσω όπως ζούσα, ε θα δανειστώ και θα δούμε πως και πότε θα τα επιστρέψω». Δηλαδή μπορεί το Κράτος Πρόνοιας να υποχώρησε και να φαίνεται μια υποτίμηση του εισοδήματος, αλλά αυτό δεν ίσχυσε για όλους τους εργαζομένους και κυρίως για αυτούς που είχαν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για δανεισμό π.χ. μια δουλειά (και όπως μας φανερώνουν και τα δάνεια που δίνονταν στις ΗΠΑ, τελικά πολλοί μπορούσαν να έχουν πρόσβαση!!). Ο νεοφιλευλεθερισμός δεν σήμανε δηλαδή την κατακόρυφη πτώση των δικαιωμάτων των εργατών της Δύσης. Δεν έγινε μια τόσο μεγάλη στροφή στο βιοτικό επίπεδο της Δύσης για να φτάσουμε σε προπολεμικά επίπεδα, σε επίπεδα του «πρώτου φιλελευθερισμού». Ο «δανεισμός» (από τις τράπεζες) αντικατέστησε το «εισόδημα» (από τον εργοδότη ή/και το Κράτος) για να στηριχτεί η (αναγκαία) ζήτηση/κατανάλωση. Ο δανεισμός προωθήθηκε για να «ατομικοποιήσει» τον εργάτη, αφού ο μισθός και η δημόσια/κοινωνική παροχή ήταν κάτι που τον ενοποιούσε σαν κοινωνικό υποκείμενο (όπως έδειξαν οι αγώνες του ’60-’70 και πιο πριν), αλλά αυτή η στρατηγική «έσκασε» σήμερα (με την αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ). Ο εργάτης αρνήθηκε (ή δεν μπόρεσε) να δουλεύει σαν πειθαρχημένος σκύλος για να ξεχρεώσει τα δάνεια. Έσκασε η στρατηγική της «φυγής» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, η χρήση της «πολιτικής του χρήματος» για να ρυθμιστεί ο ταξικός ανταγωνισμός και η κερδοφορία. Το financial fix έχει και αυτό τα όρια του, δεν λύνει το πρόβλημα της «ανεπαρκούς» εκμεταλλευσιμότητας της παγκόσμιας εργατικής τάξης (και κυρίως των εργατικών τάξεων των δυτικών χωρών).

Δεν λέμε φυσικά ότι το κεφάλαιο «δεν κερδίζει» σήμερα και πόσο μάλλον πως δεν «ωρίμασε» στον 20ο αιώνα. Ωρίμασε και παραωρίμασε και αυτό φαίνεται και από τον τρόπο διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης (δεν διστάζει π.χ. να εθνικοποιήσει τράπεζες αν είναι αναγκαίο), φαίνεται από το ότι χρησιμοποιεί πιο-γρήγορα-και-εύκολα, συνδυασμένα, όλα τα όπλα του: μεταφορά της παραγωγής + τεχνολογική αναδιάρθρωση + καινοτομία/μεταπήδηση σε νέα προϊόντα + «φυγή» στο χρήμα + χάραξη πολλαπλών διαιρέσεων μέσα στους εργαζόμενους + πιο συστηματικό έλεγχος της ροής μετανάστευσης + πιο επιλεκτική χρήση του κορπορατισμού/ενσωμάτωσης και της καταστολής.
Το ότι όμως το κεφάλαιο είναι αναγκασμένο να κινείται πιο συνδυασμένα και πιο «προσεκτικά», με έμφαση στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, φανερώνει και την αδυναμία του: καμιά στρατηγική του μεμονωμένα δεν του εξασφάλισε την «εργασιακή ειρήνη», όλες οι στρατηγικές του έχουν όρια. Και αυτό δείχνει τελικά και η χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση στην πιο σημαντική ίσως στρατηγική του ως σήμερα, στη «φυγή» από την παραγωγή, στη «μετάλλαξη» των εργατών από μισθωτούς που διεκδικούνε (συλλογικό υποκείμενο) σε πειθαρχημένους δανειολήπτες (ατομικοποιημένα υποκείμενα που όμως ΜΑΖΙΚΑ δεν τα κατάφεραν να πειθαρχήσουν και να αποπληρώσουν τα δάνεια!).

Τέλος. Πολλοί λένε σήμερα ότι είναι ιστορική ευκαιρία για να ξεκινήσει μια αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Από την «αθόρυβη» αντίσταση και τους αμυντικούς αγώνες να περάσει η εργατική τάξη σε ανοιχτούς, επιθετικούς αγώνες. Να αμφισβητήσει «τον σοσιαλισμό των αστών», να αμφισβητήσει τη «μοναδική διέξοδο» των δανείων, να αμφισβητήσει τη λογική των «ιδιωτικοποιήσεων», να προωθήσει με γνώμονα τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες τη δικιά της «αθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας» (που εισηγείται από-τα-πάνω η Κομισιόν για να δοθούν χρήματα στις ευρωπαϊκές τράπεζες). Σωστά όλα αυτά αλλά η ανασύνθεση της (παγκόσμιας ή ευρωπαϊκής ή τοπικής) εργατικής τάξης δεν μπορεί να γίνει μόνο με διαπιστώσεις περί ιστορικών ευκαιριών, με φορμαλισμούς, με «νέα προγράμματα πάλης» που «ανταποκρίνονται στη συγκυρία». Είναι πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο το να γίνουν οι μισθωτοί εργάτες ξανά συλλογικό υποκείμενο επιθετικών αγώνων. Ας σκεφτούμε μόνο ότι στην Ελλάδα, με τη σφοδρή αναδιάρθρωση μέσα στο ’90, έχει δημιουργηθεί μια εργατική τάξη κατά βάση νέα: νέα σε πρόσωπα (μετανάστες, γυναίκες, νέοι εργαζόμενοι) και εμπειρίες αγώνα, η οποία δουλεύει σε ραγδαία αναπτυσσόμενους (και μεταλλασόμενους) κλάδους του τριτογενή τομέα που υπάρχει μικρή κληρονομιά αγώνων (πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, επισιτισμός-ψυχαγωγία, ταχυμεταφορές, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κ.α.). Μια τάξη που καλά-καλά δεν γνωρίζουμε, δηλαδή τις συμπεριφορές της, τις αντιστάσεις της, τα επίδικα ζητήματα που αναδεικνύει. Οι επιθετικοί αγώνες δηλαδή δεν θα «βγουν» τόσο απλά. Πόσο μάλλον που το κεφάλαιο θα χρησιμοποιήσει την κρίση και το κύμα ύφεσης εις βάρος των εργατών. Δεν είναι μόνο οι απολύσεις που ήδη ανακοινώνονται, η αύξηση της ανεργίας, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως θα επιδιωχτεί οι φορολογούμενοι να πληρώσουν τα «σπασμένα» των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το κεφάλαιο θα προχωρήσει παραπέρα. Θα ξεδιαλύνει με τους «αντιπαραγωγικούς», «μικρούς παίχτες» (ήδη π.χ. η Πειραιώς κινήθηκε να εξαγοράσει την τράπεζα Proton -τελικά δεν συνέβη- και η MIG του Βγενόπουλου κινείται επιθετικά) και κυρίως θα προσπαθήσει να κάνει πιο υποτακτικούς και παραγωγικούς εκείνους τους εργάτες που απειλείται η δουλειά τους, ο μισθός τους, και η πρόσβαση τους σε δάνεια, στο «ιδιωτικοποιημένο Κράτος Πρόνοιας»: θα επιτεθεί δηλαδή και στα άλλα «2/3 της κοινωνίας», στους «μη-αποκλεισμένους», σε αυτούς που ακόμα δεν έχουν υποταχθεί όσο πρέπει. Θα επιδιώξει μια νέα αφοσίωση, μια νέα, μεγαλύτερη καθυπόταξη.

Αντιγράφουμε από το οικονομικό ένθετο της Καθημερινής στις 19/10, από το άρθρο «Κρίσιμος ο ρόλος των μάνατζερ σε περιόδους κρίσης»: Ετσι, αυτές τις μέρες έχουν «ανάψει οι κονδυλοφόροι» των ειδικών του μάνατζμεντ με άρθρα και συμβουλές για το ρόλο των μάνατζερ και των επικεφαλής ομάδων εργαζομένων, ώστε όχι μόνο να υποστηρίξουν το ηθικό των εργαζομένων τους –για να μην πέσει πιο χαμηλά– αλλά, σε τελευταία ανάλυση, να χρησιμοποιήσουν την κρίση αυτή σαν ευκαιρία για να τους συσπειρώσουν και να τους ενσταλάξουν τα γονίδια της συλλογικής ευθύνης απέναντι στην ευημερία της επιχείρησης. Αναβαθμίζοντας έτσι και το επίπεδο της αφοσίωσής τους προς αυτήν. Ακόμη και να τους δώσουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι είναι σε θέση να ανακαλύψουν ευκαιρίες προς όφελος και για την ανάκαμψη της επιχείρησής τους.

Ο νεοφιλελευθερισμός θα ωριμάσει, και ας πάρει το εύηχο όνομα του «νεοκεϋνσιανισμού».…



Για επικοινωνία στη βάση αυτού του άρθρου, στείλτε e-mail στο mr_sun_light@yahoo.com


[1] Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Κλίντον μιλούσε για μια «Νέα Οικονομία» που είναι πολύ παραγωγική. Αλλά δεν λέγεται πουθενά το ότι άλλαξε τη μέτρηση της παραγωγικότητας στον ηγετικό κλάδο των Η/Υ στις ΗΠΑ μέσα στο ’90. Άρχισε να λαμβάνει υπόψη, όχι πόσοι υπολογιστές παράγονται ανά ώρα, αλλά πόση υπολογιστική ισχύς παραγόταν (που αυξανόταν λόγω των νέων επεξεργαστών). Έτσι ξαφνικά η παραγωγικότητα στην πληροφορική έκανε «άλματα», όλοι καυχιόνταν για τη «μεγάλη παραγωγικότητα», και μια ωραία «φούσκα» έσκασε το 2000 στις ΗΠΑ (κρίση dotcom στις μετοχές πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών). Αυτή η ανάλυση της «φούσκας της παραγωγικότητας», τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γίνεται στο πολύ χρήσιμο άρθρο (για να καταλάβουμε τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και το πως λειτουργεί σήμερα το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα) «Ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία είναι πόλεμος ενάντια στην εργατική τάξη με άλλα μέσα», Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 12-13, Μάρτιος 2007. Δυστυχώς το εν λόγω περιοδικό δεν διατίθεται ηλεκτρονικά.


Η ανάρτηση κειμένων γίνεται κατ' επιλογή από τη συλλογικότητα "Νέοι Εργαζόμενοι στη Βιομηχανία των ΜΜΕ" χωρίς να σημαίνει ότι συμφωνούμε απόλυτα με αυτά, αλλά θεωρούμε ότι αφορούν τους κοινωνικούς - ταξικούς αγώνες στο χώρο των ΜΜΕ ή και γενικότερα. Εάν οι φορείς των κειμένων δεν επιθυμούν τη δημοσίευση τους στο συγκεκριμένο ιστοχώρο, μπορούν να απευθυνθούν στην ηλεκτρονική διεύθυνση: nergmme@gmail.com γράφοντας τη λέξη διαγραφή.

16/10/08

Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ (συμπληρωματική ύλη για το αντιμάθημα 1.στρες)

Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα ενδιαφέρον κείμενο από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπια", σχετικό με τις ψυχικές ασθένειες που συνοδεύουν τον σύγχρονο πληροφοριακό - μεταφορντικό τρόπο εργασίας. Οι αναδημοσιεύσεις αυτού του είδους γίνονται όχι επειδή συμφωνούμε απολύτως με την οπτική/ορολογία του κάθε κείμενου, αλλά επειδή παρέχουν επιπλέον πληροφορίες, τροφή για σκέψη πάνω στα "αντιμαθηματα του πληροφοριακού εργάτη".


Το στρες των στελεχών και η «δικτατορία της ευτυχίας»


Δυο φίλοι, ο Αλεξάντρ και ο Τομά, στελέχη σε μεγάλες επιχειρήσεις, με υψηλό μισθό και αντίστοιχες ευθύνες, ανταλλάσσουν, σε καθημερινή βάση, e-mail. Μέσα από το MySpace, εξομολογούνται τα προβλήματα και τα άγχη της δουλειάς. Οι συνθήκες εργασίας τους σε πολλούς απλούς υπαλλήλους θα φαίνονται ιδανικές, όμως η αλήθεια είναι διαφορετική.

Οι μεγάλες ενιαίες αίθουσες, όπως είναι του συρμού κατά τα αμερικανικά πρότυπα, τα «open spaces», οι χώροι όπου εργάζονται μαζί με πολλούς άλλους συναδέλφους με τους οποίους γνωρίζονται ελάχιστα και η αποκλειστική σχεδόν επικοινωνία με τους υπολογιστές τούς δημιουργούν άγχος. Μια διέξοδος για τα δύο αυτά καλά αμειβόμενα στελέχη ήταν η μεταξύ τους επικοινωνία, ωστόσο δεν έμειναν για πολύ μόνοι. Στην επικοινωνία αυτή προστέθηκαν γρήγορα και άλλοι που αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα. Σιγά σιγά τα mail συσσωρεύονται, η επικοινωνία διευρύνεται και, ύστερα από δύο χρόνια, αυτό που ξεκίνησε σαν μια διαφυγή μεταξύ δύο ατόμων παίρνει τη μορφή βιβλίου. Ο Αλεξάντρ ντεζ Ιζνάρ και ο Τομά Ζιμπέρ, όπως είναι τα πλήρη ονόματά τους, εκδίδουν «Το open space με σκότωσε».

Πόσο άσχημα μπορεί να πηγαίνουν τα πράγματα σε μια εποχή οικονομικής κρίσης και ανεργίας για τα νεαρά -στην πλειονότητα- στελέχη επιχειρήσεων που αμείβονται με καλούς μισθούς; Εχουν θέση για να παρκάρουν το αυτοκίνητό τους, μια συνδρομή για το γυμναστήριο, έναν χώρο για να ξεκουράζονται και έναν κλητήρα για να τακτοποιεί κάθε πρακτική λεπτομέρεια της ζωής στο γραφείο.

Ομως, φαίνεται πως δεν έχει μόνο η εργατική τάξη δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Οι δύο συγγραφείς - στελέχη μιλούν για μια «δικτατορία της ευτυχίας», στην οποία οφείλουν να υπακούουν.

Στα 35 χρόνια τους, αυτοί οι διπλωματούχοι Πολιτικών Επιστημών εργάζονται ως σύμβουλοι ο ένας σε μια επιχείρηση επικοινωνιών, ειδικευμένη στο Ιντερνετ, και ο άλλος σε συστήματα πληροφορικής. Γνωρίζουν τους κώδικες της νέας οικονομίας και συμμετέχουν στην κωμωδία της «θετικής στάσης» από μιμητισμό, γλείψιμο και ένστικτο επιβίωσης. Περιγράφουν στο βιβλίο τους, με σκηνές που παίζονται σε έναν χώρο γεμάτο ανθρώπους και υπολογιστές, την αληθινή πλευρά αυτού που οι άλλοι θεωρούν παράδεισο: μια δήθεν συντροφικότητα μεταξύ συναδέλφων, οι οποίοι όμως με την πρώτη ευκαιρία φέρονται ο ένας στον άλλο απάνθρωπα, μια φαινομενική χαλαρότητα που καλύπτει το έντονο στρες... Τα νέα επαγγέλματα στις χρηματαγορές, στο Ιντερνετ, στις επικοινωνίες -διεύρυναν αυτό τον τρόπο οργάνωσης, αυτό το ανθρώπινο μάνατζμεντ. Το open space, αυτός ο ανοικτός χώρος, μετατρέπεται τελικά σε έναν χώρο φυλάκισης που δεν τολμούμε να εγκαταλείψουμε. Το νέο υψηλό στέλεχος γίνεται ένας άνθρωπος χωρίς κοινωνική ζωή, εκτός από αυτή που του προσφέρεται μέσω της οθόνης του υπολογιστή του. Είναι συνεχώς πνιγμένος στη δουλειά, έχοντας στο νου κάποιο εμπορικό «πρότζεκτ» και αυτό μέχρι το «burn out», το οριστικό «κάψιμό» του.

Αυτή την εποχή, στη Γαλλία έχουν εκδοθεί και άλλα βιβλία με την ίδια θεματική -κάτι που έχει αρχίσει να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια-όπως αυτό της Γαλλο-ιταλίδας Μικέλα Μαρτσάνο, το «Επέκταση του πεδίου της χειραγώγησης». Αλλά και ο Μπερνάρ Σαλανγκρό, γιατρός στο επάγγελμα και συνδικαλιστής, έχει ήδη γράψει δύο βιβλία, «Το στρες των στελεχών» και «Το Μάνατζμεντ μέσω της πνευματικής χειραγώγησης»: «Εγώ προέρχομαι από οικογένεια εργατών που δούλευαν στην οικοδομή», λέει ο ίδιος στην εφημερίδα «Λε Μοντ». «Ηταν ένα σκληρό περιβάλλον αλλά υπήρχε αλληλεγγύη, ομαδικό πνεύμα και η αίσθηση της ολοκλήρωσης μιας εργασίας. Δεν υπήρχαν αυτοκτονίες. Παλαιότερα δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο παραπονούνταν αυτοί οι τύποι που ήταν ντυμένοι σαν λόρδοι, είχαν τα πόδια τους μέσα στη μοκέτα, κάθονταν στην άνετη πολυθρόνα τους, είχαν δροσιά και ζέστη κατά βούληση. Ομως ακούγοντάς τους να μιλούν, αισθανόμουν να βγαίνει από μέσα τους ένας πόνος ψυχής». Μέλος της Γενικής Συνομοσπονδίας στελεχών, ο γιατρός αποφασίζει στα μέσα της δεκαετίας του '90 να βάλει μια ανακοίνωση, μόλις δύο γραμμές, στο περιοδικό του συνδικάτου, ζητώντας από τους συναδέλφους του να καταθέσουν τις απόψεις τους για τη δουλειά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δεχτεί 15 ταχυδρομικούς σάκους. Επιπλέον μια σφυγμομέτρηση επιβεβαίωσε το εύρος του φαινομένου. Πάνω από το 50% των στελεχών είχαν στρες. Είναι γνωστό ότι στις ΗΠΑ, το στρες είναι η μεγαλύτερη επαγγελματική ασθένεια μαζί με τα μυοσκελετικά προβλήματα. Ο Φρανσουά Ντιπουί, συγγραφέας τού «Η κούραση της ελίτ», που έγραψε το 2005, διαπιστώνει επίσης την τάση των νέων στελεχών να δελεάζονται από τις παραπάνω «εξυπηρετήσεις» και τα προνόμια, πέφτοντας έτσι -κατά την άποψή του- σε μια ολέθρια παγίδα και στην υιοθέτηση των εννοιών των λέξεων: Χρησιμοποιούμε σήμερα, λέει και αυτός στη «Λε Μοντ», ένα θετικό λεξιλόγιο: «δομημένο πρότζεκτ», συνεργασία κ.λπ. Αλλά αυτές οι έννοιες κρύβουν πολύ σκληρές καταστάσεις εξάρτησης. Ακόμη και το open space δεν είναι παρά η δομή του χώρου αυτής της εξάρτησης, καταλήγει.

Τα νέα εργαλεία εργασίας παίζουν και αυτά το ρόλο τους. Οι άπειρες δυνατότητες σύνδεσης -μέσω Ιντερνετ- προσφέρουν ελευθερία και δημιουργικότητα, αλλά μέσα στην ξέφρενη πορεία για καθιέρωση, με τους όλο και πιο πιεστικούς πελάτες, δημιουργούν και τεράστιες πιέσεις. Ξαφνικά γίνεται αποδεκτό πως μπορείς να απαντήσεις σε έναν πελάτη και στις 11 η ώρα το βράδυ της Κυριακής. Και παρ' όλα αυτά, το φάσμα των αιφνιδιαστικών απολύσεων -που γίνονται μέσω ενός απρόσωπου ηλεκτρονικού μηνύματος σε αυτόν που του έλαχε ο κλήρος-, πλανάται στο μυαλό όλων, επηρεάζοντάς τους αναλόγως. Γιατί αυτά τα χρυσά παιδιά των επιχειρήσεων είναι και αναλώσιμα. Η διεύθυνση δεν τους απευθύνει ούτε μια καλή λέξη. Το να καλύψεις τους στόχους θεωρείται φυσικό. Την επόμενη χρονιά θα τους αυξήσουν και κάθε φορά θα ζητούν περισσότερα.

Πολλοί εργαζόμενοι, υπ' από αυτές τις συνθήκες κάνουν λόγο για απώλεια κάθε νοήματος στην εργασία τους. «Είναι σαν τα ποντίκια που γυρίζουν ασταμάτητα σε έναν τροχό», λέει ο Αλεξάντρ ντεζ Ισνάρ. Το αλλόκοτο λεξιλόγιο, που προέρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού προσαρμοσμένο στη μητρική γλώσσα, απλώς καλύπτει το κενό που αισθάνονται. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούν κάνει τους εργαζόμενους να νιώθουν ένα είδος συναδελφικότητας, αλλά στην ουσία χρησιμεύει για να καλύψει το κενό των απόψεων και των ιδεών. Το στέλεχος παλαιά ήταν σε συνεννόηση με το αφεντικό· σήμερα με τις συνενώσεις των εταιρειών που πωλούνται και ξαναπωλούνται συνεχώς, δεν υπάρχει αυτή η σχέση.

Στο βιβλίο «Οταν ξεσηκώνονται τα στελέχη», γραμμένο από δύο κοινωνιολόγους, που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο στη Γαλλία, περιγράφονται λεπτομερώς οι μορφές που μπορεί να πάρει η αντίδραση των στελεχών στις επιχειρήσεις που εργάζονται. Από την άρνηση προαγωγής έως την ξαφνική παραίτηση. Τα στελέχη εξάλλου δεν διστάζουν πλέον να φτάσουν και έως τα δικαστήρια για να καταθέσουν για τις κάθε είδους πιέσεις που υφίστανται στον εργασιακό τους χώρο. Ας μην ξεχνάμε πως υπάρχει και ένα ποσοστό από αυτούς που καταφεύγουν στην αυτοκτονία.


tsiorou@enet.gr


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/09/2008


Η ανάρτηση κειμένων γίνεται κατ' επιλογή από τη συλλογικότητα "Νέοι Εργαζόμενοι στη Βιομηχανία των ΜΜΕ" χωρίς να σημαίνει ότι συμφωνούμε απόλυτα με αυτά, αλλά θεωρούμε ότι αφορούν τους κοινωνικούς - ταξικούς αγώνες στο χώρο των ΜΜΕ ή και γενικότερα. Εάν οι φορείς των κειμένων δεν επιθυμούν τη δημοσίευση τους στο συγκεκριμένο ιστοχώρο, μπορούν να απευθυνθούν στην ηλεκτρονική διεύθυνση: nergmme@gmail.com γράφοντας τη λέξη διαγραφή.

15/10/08

Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: σειρά αντιμαθημάτων για προλεταριακή χρήση (2. λούφα)

Αντι-μάθημα 2ο: Η λούφα του πληροφοριακού εργάτη (ή μιλώντας για «σωλήνες»)


Η εικόνα είναι γνωστή κι ειδυλλιακή για τους οπαδούς της εργατιστικής ιδεολογίας που ψάχνουν στο παρελθόν να καλύψουν την έλλειψη ταξικής δράσης του παρόντος: Οι εργάτες της βιομηχανίας (ας πούμε «σωλήνων») κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο και μαζί με τις ρουφηξιές άφθονου καρκίνου άρχιζαν την κουβεντούλα και τον χαβαλέ. (Στην περίπτωση της
Fiat μας πληροφορούν οι σύντροφοι Ιταλοί αυτόνομοι το τσιγάρο αρκετές φορές έδινε την θέση του στο τσιγαριλίκι το οποίο καθώς γυρνούσε βοηθούσε τους εργάτες να συζητάνε πιο ευχάριστα πράγματα από τους πόσους «σωλήνες» έφτιαξαν σήμερα). Το διάλειμμα αυτό ήταν βασικός παράγοντας διαμόρφωσης κοινότητας μεταξύ των εργαζόμενων και παρεμπιπτόντως βοηθούσε και τους πιο πολιτικοποιημένους να προπαγανδίζουν τις ιδέες του κόμματος (ένα είναι το κόμμα). Το διάλειμμα αυτό μετά από λίγα λεπτά τέλειωνε κι οι εργάτες συνέχιζαν να παράγουν «σωλήνες».


Παρ’ όλα αυτά το διάλειμμα φαίνεται ήταν το μόνο ευχάριστο πράγμα που συνέβαινε ανάμεσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο από «σωλήνες», γιατί οδήγησε τους εργάτες στο να απαιτήσουν ο χρόνος του διαλείμματος να εξαπλωθεί επί του χρόνου της παραγωγής, μη σας πούμε και να τον καταργήσει τελείως. Έτσι οι εργάτες (αφού πρώτα έφυγαν από το «κόμμα» που τους έλεγε ότι για να έρθει ο σοσιαλισμός πρέπει να φτιάξουν παραπάνω «σωλήνες») άρχισαν τις απεργίες (μια μέρα απεργίας = μια μέρα διάλειμμα, απεργία διαρκείας = διάλειμμα διαρκείας), τα αφεντικά αντέδρασαν (διάλειμμα = πληρώνω για να μην δουλεύεις = σε πληρώνω ενώ εσύ μου βγάζεις λιγότερους «σωλήνες» = μειώνεται η υπεραξία = καλώ τους μπάτσους για να σταματήσει το διάλειμμα και να συνεχιστεί η δουλειά), άρχισαν οι συγκρούσεις στον δρόμο, χύθηκε αίμα και δυστυχώς οι εργάτες για διάφορους λόγους (που δεν είναι του παρόντος) έχασαν ενώ τα αφεντικά βαλαν τους
manager τους να σκεφθούν τρόπους για να καταπολεμήσουν αυτή την λατρεία των εργατών προς το διάλειμμα κι όλα τα παρεπόμενα που αναφέραμε.


Οι
manager τότε αποφάσισαν ότι ο θειος Φορντ ήταν μεν πολύ έξυπνος αλλά δεν είχε δώσει την σημασία που έπρεπε στο γεγονός ότι η μαζική παραγωγή δημιουργεί και μαζικά κινήματα ενάντια στην παραγωγή κι «έτσι» κάπου εκεί γύρω στα τέλη του 70 περάσαμε στον μεταφορντισμό. Σε αυτό βοήθησε και η τεχνολογία που είχαν παράξει οι εργάτες (αυτοί που δούλευαν στα πανεπιστήμια κυρίως) κι ιδιαίτερα η ανάπτυξη της πληροφορικής. Το καπιταλιστικό σύστημα άρχισε να προμοτάρει την ιδέα ότι η ανάπτυξη της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών οδηγούν από μόνες τους στο να μην χρειάζεται να δουλεύουμε όλοι μαζί σε μια μεγααάλη αίθουσα, αλλά σε μικρές ομάδες που δικτυώνονται μεταξύ τους. Βέβαια οι μεγααάλες αίθουσες δεν καταργήθηκαν και τελείως (όπως κι η ανάγκη για «σωλήνες» άλλωστε), αλλά εξακολουθούσαν να είναι χρήσιμες σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ας πούμε στα τηλεφωνικά κέντρα.


Εκεί ας πούμε (στα τηλεφωνικά κέντρα) η ανάπτυξη της πληροφορικής, μας είπαν τα αφεντικά, ότι οδηγούσε από μόνη της στην ανάγκη να κάθονται όλοι οι εργάτες σε μια μεγααάλη γραμμή παραγωγής όπου ο κάθε εργάτης έπρεπε να κάθεται μπροστά από μια οθόνη, ένα πληκτρολόγιο κι ένα ακουστικό και να μιλάει μόνο μέσω της μηχανής κι όχι απευθείας με τους συναδέλφους του. Ενώ δηλαδή πριν, όταν φτιάχνανε «σωλήνες», οι εργάτες είχαν την δυνατότητα καθώς έφτιαχναν «σωλήνες» να λένε και καμιά κουβέντα με το διπλανό (αν δεν τους έβλεπε ο επιτηρητής) τώρα που έφτιαχναν/μεταδιδαν πληροφορίες γύρω από τους «σωλήνες» έχαναν σε μεγάλο βαθμό αυτή την δυνατότητα.


Σε μεγάλο βαθμό γιατί ανάλογα με την ποσότητα και του είδος της δουλειάς, μερικές φορές δημιουργείται ένα μικρό χρονικό κενό ανάμεσα σε δυο (πληροφορίες για) σωλήνες που οι εργάτες μαθαίνουν να το εκμεταλλεύονται (π.χ. «γεια τι λέει» - «σκατά δεν κοιμήθηκα πολύ χτες γιατί θέση 129 πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω ναι είναι το νούμερο 2105454556 ευχαριστούμε που μας καλέσατε γιατί που λες βγήκα χτες σε ένα μπαρ και θέση 129...») Επίσης η πληροφορική βοήθησε και στο να αναπτυχθούν διαδικασίες επιτήρησης γύρω από τον χρόνο που σπαταλάς μπροστά από την μηχανή και τον χρόνο που ζεις μακριά από την μηχανή, οπότε ακόμα κι αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα «πραγματικού» χρόνου βιώνονται με ιδιαίτερη προσοχή από τους πληροφοριακούς εργάτες, ώστε να μην καταγραφθούν.


Οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα δεν χάνουν μόνο την δυνατότητα της κουβεντούλας με τον/την διπλανό. Βιώνουν κάθε δευτερόλεπτο δουλειάς την αλλοτρίωση του να μιλάς συνεχώς και να μην λες τίποτα που να σε αφορά, να μιλάς συνεχώς την γλώσσα του καπιταλισμού, την γλώσσα του τίποτα. Επικοινωνούν με εκατοντάδες άτομα κάθε μέρα χωρίς να επικοινωνούν πραγματικά με κανέναν. Αποτελούν έναν ιμάντα μετάδοσης πληροφοριών πλήρως ελεγχόμενο από τους ρυθμούς της μηχανής. Μαθαίνουν να επαναλαμβάνουν τυποποιημένες εκφράσεις, η πρώτη από τις οποίες είναι ένας αριθμός, ο αριθμός της θέσης τους.


Μια δυνατότητα αντίστασης σε αυτήν την μηχανοποίηση του μυαλού, της ομιλίας, της ακοής, της όρασης και της αφής (πληκτρολόγηση) είναι η δυνατότητα να ανταλλάξουν καμιά μη τυποποιημένη κουβέντα κατά την διάρκεια της συναλλαγής με τον πελάτη. Στην περίπτωση π.χ. των τηλεφωνικών ερευνών (συλλογή του εμπορεύματος «πληροφορία») η μονοτονία των τυποποιημένων ερωτήσεων σπάει μόνο από κάποιον πελάτη που πέρα από πληροφορίες δίνει και (μη ζητούμενες) εξηγήσεις για τις πληροφορίες ή πετάει κανά αστείο γι’ αυτές. Όμως προσοχή! Ο χρόνος της συναλλαγής αλλά και η ίδια η συναλλαγή (η συνομιλία, το τηλεφώνημα) καταγράφονται και σε περίπτωση που ξεφεύγουν από τους ρυθμούς της παραγωγής έρχεται η παρατήρηση (και αντίστροφα η πιο γρήγορη εξυπηρέτηση επιφέρει μπόνους). Μερικές φορές οι συνομιλίες ελέγχονται και σε πραγματικό χρόνο από τα αφεντικά , σε ένα τυχαίο ή προσεκτικά επιλεγμένο δείγμα, έτσι ώστε να διασπείρουν το αίσθημα της επιτήρησης στο σύνολο των εργατών.


Μια άλλη δυνατότητα αντίστασης που έχει ο εργάτης τηλεφωνικών πληροφοριών, είναι η χρήση του κουμπιού διαλείμματος (στο 11888 ονομάζεται “
not ready”). Όπως αναφέραμε και στο πρώτο αντιμάθημα, το κεφάλαιο εκμεταλλευόμενο την δημιουργικότητα του εργάτη, αναγνωρίζει ότι στηρίζεται σε μια διαδικασία μη μηχανική, οπότε αποδέχεται, με βαριά καρδιά, κι όλα τα παρεπόμενα της ανθρώπινης φύσης. Οι μηχανές δεν κατουριούνται, δεν λιποθυμούν, δεν ζαλίζονται, δεν φρικάρουν, δεν αρρωσταίνουν. Οι άνθρωποι τα παθαίνουν όλα αυτά, άμα τους βάλεις να δουλεύουν για πολλές ώρες χωρίς διάλειμμα. Έτσι κι οι πληροφοριακοί εργάτες συνηθίζουν να κατουριούνται, να λιποθυμούν, να ζαλίζονται, να φρικάρουν και να αρρωσταίνουν συχνά, έτσι ώστε να κάνουν συχνά διαλείμματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν ότι η όλη η (ταξική) σύγκρουση στα τηλεφωνικά κέντρα περιστρέφεται γύρω από την έννοια και την χρήση του διαλείμματος.


Πέρα από αυτά τα είδη λούφας, υπάρχει κι άλλο ένα είδος λούφας για τους πιο "προνομιουχους" των πληροφοριακών εργατών, αυτούς που δουλεύουν συλλέγοντας πληροφορίες από το διαδίκτυο. Αλλά αυτό στο επόμενο αντιμάθημα.

8/10/08

Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: σειρά αντι-μαθημάτων για προλεταριακή χρήση (1. Ορισμοί)

Αντι-μάθημα 1ο: Ο ορισμός του πληροφοριακού εργάτη

Αναγκαζόμενοι λόγω επιβίωσης να ξεπουλάμε καθημερινά κομμάτια από τον χρόνο ζωής μας, την δημιουργικότητα και τις γνώσεις μας, βιώνουμε ταυτόχρονα σε καθημερινό επίπεδο στιγμές άρνησης της προλεταριακής συνθήκης. Στιγμές που η ανάγκη μας για επικοινωνία, παιχνίδι, δημιουργικό χρόνο κι έρωτα συγκρούεται με τις προσταγές της καπιταλιστικής μηχανής για επεξεργασία και παραγωγή τυποποιημένων εμπορευμάτων.


Στην περίπτωση του πληροφοριακού εργάτη οι ανθρώπινες ανάγκες συγκρούονται με την ανάγκη του κεφαλαίου για παραγωγή των εμπορευμάτων που αποκαλούμε «πληροφορίες/ειδήσεις» καθώς και με την ανάγκη διαμόρφωσης/τελειοποιησης/αναπαραγωγης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη του πληροφοριακού εργάτη». Την ικανότητα μας δηλαδή, ως εξαρτήματα της παραγωγικής μηχανής, να επεξεργαζόμαστε/παράγουμε τα εμπορεύματα «πληροφορίες» με τέτοιο τρόπο ώστε η πώληση τους να δημιουργεί συνεχώς περισσότερα κέρδη για τα αφεντικά, ενώ η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης που πουλάμε παραμένει σταθερή. Η διαφορά ανάμεσα στην αξία της εργασίας μας που μας επιστρέφεται ως μισθός (άμεσος κι έμμεσος, π.χ. ένσημα) και στην αξία των εμπορευμάτων που παράγουμε, ορίζεται ως υπεραξία και την καρπώνονται αποκλειστικά τα αφεντικά.


Παράγοντας λοιπόν τα εμπορεύματα «πληροφορίες» δεν παράγουμε απλά εμπορεύματα για τα αφεντικά, αλλά ταυτόχρονα αναπαραγάγουμε και την εργατική μας δύναμη ως «μηχανή επεξεργασίας/παραγωγής πληροφοριών». Αφιερώνοντας το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητας μας στην επεξεργασία και την παραγωγή τυποποιημένων πληροφοριών, μετατρέπουμε το ίδιο το σώμα μας, τις αισθήσεις μας, την σκέψη μας σε μια τυποποιημένη μηχανή.


Όσο όμως αυτή η διαδικασία ρομποτοποίησης προχωρά χωρίς πολλές φορές να την αντιλαμβανόμαστε ή χωρίς να μας επιβάλλεται άμεσα από εξωτερικούς παράγοντες (αλλά έμμεσα μέσω του ρυθμού παραγωγής, της ηθικής της εργασίας, της ενσωμάτωσης αξιών του συστηματος μέσω της οικογένειας, του εκπαιδευτικού συστήματος κτλ), άλλο τόσο προχωρά η διαδικασία αντίστασης του ανθρώπινου σώματος (στην ολότητα του κι όχι διαχωρισμένο ιδεαλιστικά σε ύλη και πνεύμα) σε αυτή την διαδικασία. Η αιτία αυτής της αντίστασης έχει να κάνει με το γεγονός ότι γεννηθήκαμε για να ζήσουμε κι όχι για να λειτουργούμε ως μηχανές.


Για αυτό τον λόγο άλλωστε η ίδια η κεφαλαιοκρατική σχέση είναι μια συγκρουσιακή σχέση από την φύση της. Όσο και να έχει προσπαθήσει το κεφαλαίο δεν έχει βρει τρόπο να παράγει εμπορεύματα χωρίς την παρέμβαση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας βέβαια πολλά εμπορεύματα παράγονται πλέον μηχανικά και χωρίς την άμεση παρέμβαση ανθρώπων, αλλά (πέρα από το ότι οι ίδιες οι μηχανές είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας) το κεφάλαιο αναζητά από την φύση του συνεχώς «παρθένα εδάφη» ανθρώπινης δημιουργικότητας για να τα ξεζουμίσει. Γιατί αν το κεφάλαιο δεν εξαπλωθεί και παραμείνει στάσιμο, θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Γι’ αυτό άλλωστε μπορούμε να παρουσιάσουμε το κεφάλαιο ως μορφή καρκίνου απέναντι στο φαινόμενο της ζωής, κι οπότε είτε θα παρασύρει στον θάνατο την ίδια την ζωή είτε το φαινόμενο της ζωής θα το καταστρέψει (σε μορφή συνθήματος αυτή η διαδικασία έχει ονομαστεί «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα»).


Έτσι και στην περίπτωση του πληροφοριακού εργάτη, διαπιστώνουμε εύκολα ότι τα εμπορεύματα «πληροφορίες» δεν μπορούν να παραχθούν χωρίς την παρέμβαση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Οι ίδιες οι πληροφορίες είναι (χοντρικά) η εξιστόρηση με διάφορα μέσα ανθρώπινων πράξεων. Ο τρόπος διαλογής των πληροφοριών και μετατροπής τους σε εμπορεύματα «πληροφορίες», προϋποθέτει μια διαδικασία που δεν μπορεί να γίνει αποκλειστικά από μηχανές, αλλά έχει πάντα ανάγκη τις ανθρώπινες αισθήσεις και την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Γι’ αυτό τον λόγο το κεφάλαιο θα έχει πάντα ανάγκη τον πληροφοριακό εργάτη και γι’ αυτό τον λόγο η κεφαλαιοκρατική σχέση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή που προαναφέραμε (είτε την ολική, είτε την δικιά του), αφού βασίζεται σε μια αντιφατική διαδικασία: Προσπαθεί να μετατρέψει την ανθρώπινη δημιουργικότητα σε μια μηχανική διαδικασία, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Προσπαθεί να καταστρέψει την ζωή αλλά την έχει ανάγκη.


Σε αυτό τον αγώνα λοιπόν ανάμεσα στην ζωή (ανθρώπινη δημιουργικότητα) και στον θάνατο (αλλοτριωμένη εργασία για το κεφάλαιο) ο πληροφοριακός εργάτης παίρνει θέση (συνειδητά ή ασυνείδητα) υπέρ του στρατοπέδου της ζωής. Η έκβαση αυτού του (ταξικού) πολέμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος της αντίστασης μας στην αλλοτριωμένη εργασία, αλλά κυρίως από την μετατροπή αυτής της ασυνείδητης και αυθόρμητης αντίστασης σε συνειδητή συλλογική αντίσταση ενάντια στην κεφαλαιοκρατική σχέση.


Αύτη η μετατροπή εξαρτάται από το ξεπέρασμα του διαχωρισμού των πράξεων μας από τις διάφορες ιδεολογίες με τις οποίες ντύνονται οι πράξεις μας. Ο πληροφοριακός εργάτης, όπως κάθε εργάτης, βρισκόμενος κάτω από την υλική κυριαρχία του κεφαλαίου βρίσκεται και ταυτόχρονα κάτω από την ιδεολογική του κυριαρχία. Συνεπώς οι πράξεις αντίστασης στο κεφάλαιο για να μπορέσουν να ξεπεράσουν την μερικότητα τους και να γίνουν απειλητικές απέναντι στην κεφαλαιοκρατική σχέση, πρέπει να αναπτυχθούν τόσο πρακτικά (π.χ. απεργίες) όσο και θεωρητικά. Κι ισχύει ότι η ανάπτυξη της προλεταριακής θεωρίας είναι υπόθεση των ίδιων των προλετάριων, όσο ισχύει ότι «η απελευθέρωση των εργατών είναι υπόθεση των ίδιων των εργατών».


Η σειρά αντιμαθημάτων «ο πληροφοριακός εργάτης» που θα παρουσιάσουμε μέσω του
blog μας, είναι λοιπόν μια προσπάθεια σύνδεσης της θεωρίας της αντίστασης στην κεφαλαιοκρατική σχέση με τις ίδιες τις πράξεις αντίστασης στις οποίες προχωράμε καθημερινά. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, από την στιγμή που η θεωρητική επεξεργασία γίνεται στο έδαφος της πράξης της «λούφας» από την αλλοτριωμένη εργασία.


Το 1ο αντιμάθημα συγγράφηκε επειδή ο πληροφοριακός εργάτης που το συνέγραψε, δεν είχε δουλειά αλλά έπρεπε να παραμείνει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή προσποιούμενος ότι δουλεύει μέχρι να τελειώσει το ωράριο του. Κατά την διάρκεια της συγγραφής συνωμοτούσε με μια πληροφοριακή εργάτρια συνάδελφο του για το αν τους έπαιρνε να φύγουν ένα μισάωρο νωρίτερα γράφοντας στο «παρουσιολόγιο» της εταιρείας ότι έφυγαν κανονικά. Η συγγραφή του 1ου αντιμαθήματος τελειώνει επειδή τελείωσε η βάρδια του πληροφοριακού εργάτη κι αυτός θεωρεί ότι έχει καλύτερα πράγματα να κάνει από το να πληκτρολογεί πάνω από μια οθόνη.


Το δεύτερο αντιμάθημα θα συγγραφεί αναλύοντας τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να λουφάρει ένας πληροφοριακός εργάτης κι οπότε αυτό θα γίνει όταν θα του δοθεί ξανά η δυνατότητα να λουφάρει, όπως σήμερα.


Υ.Γ. Η στήλη «ο πληροφοριακός εργάτης» κι οι απόψεις που εκφέρονται μέσω αυτής δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά τις απόψεις του συνόλου των μελών της συλλογικότητας των «Νέων Εργαζόμενων στην βιομηχανία των ΜΜΕ», όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά επειδή δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας.