6/10/08

Οι δημοσιογράφοι απέναντι στην προλεταριοποίησή τους


(Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο το οποίο είχε γραφτει πριν από 7 χρόνια από αριστερό δημοσιογράφο, γιατί θεωρούμε ότι πιάνει πολλά ζητήματα που μας απασχολούν από ταξική σκοπιά. Οι υπογραμμίσειςείναι δικές μας. Το κείμενο το βρήκαμε στην διεύθυνση:
http://users.forthnet.gr/ath/altinog/syndical.htm)



Αντίθετα από τις εύκολες θεωρητικοποιήσεις, η κυριαρχία της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν πηγάζει από τους άμεσους τελετουργούς της. Δυστυχώς ίσως. Γιατί η δύναμή της ριζώνει στην ίδια τη βασική καπιταλιστική σχέση και όχι σε ειδικούς, έστω και ιδεολογικούς, μηχανισμούς (ακόμα και κρατικούς)! Αυτό το καταλαβαίνουν διπλά όσοι εργάζονται στους μηχανισμούς αυτούς. Σαν φορείς τους και σαν εργαζόμενοί τους. Οι καθηγητές είναι ένα παράδειγμα. Ακόμα πιο ακραίο είναι οι δημοσιογράφοι, τελετουργοί και αυτοί της γνώσης (στην πληροφοριακή και ψυχαγωγική της έκφραση) και, άρα, και της ιδεολογικής της διαμόρφωσης. Και, ως πιο ακραίο παράδειγμα, συμπυκνώνουν ακριβώς πιο ακραία μια σειρά από αντιφάσεις όχι μόνο της εργασιακής κατάστασης, αλλά και της καπιταλιστικής κοινωνίας, γενικότερα.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, δεν είναι απλώς να αναλύσει κανείς αυτές τις δυναμικές, αλλά να εντοπίσει τις επιπτώσεις από τη μαζικοποίηση της πληροφοριακής του χειραγώγησης, ιδιαίτερα εργασιακά. Το αντικείμενο (επιλογή, παρουσίαση, σχολιασμός, και καμιά φορά ακόμα και κατασκευή της «είδησης», αν και θα πρέπει να προστεθεί και το ειδικά «ψυχαγωγικό» τμήμα δουλειάς) έχει βιομηχανοποιηθεί και, με αυτή την έννοια, είναι ελεγχόμενο (όπως κάθε εμπορευματικό προϊόν). Ο εργαζόμενος ακολουθεί την ίδια πορεία και ο (κλασικός!) δείκτης αυτής της προλεταριοποίησης είναι η μαζική είσοδος των γυναικών στο επάγγελμα. Σε χώρους όπως τα περιοδικά ή η τηλεόραση, αυτό είναι εντυπωσιακά ορατό, αλλά και στους παραδοσιακούς χώρους πληροφόρησης (εφημερίδες) επίσης οι ίδιες διαδικασίες λειτουργούν.

Πιο εκρηκτικά, πιο σύνθετα και πιο καθυστερημένα από τους καθηγητές, και οι δημοσιογράφοι διαπερνούνται από ανάλογες συνειδησιακές διαδικασίες που όμως οι ταξικές τους συνιστώσες περιπλέκονται και από την υλική τους ύπαρξη. Η κρίσιμη εξέλιξη σε σχέση με το τελευταίο είναι η μαζική εισαγωγή «ελαστικής» εργασίας –πολλές φορές με πρόφαση ή επίκληση «ιδιομορφιών»! Ένα γύρο να κάνει κανείς στα διάφορα μαγαζιά, αυτό που θα δει είναι να έχει επικρατήσει το «μπλοκάκι», η λεγόμενη (παρά την παρανομία της) «μαθητεία» (δηλαδή η ωμή και δωρεάν εκμετάλλευση –δεν είναι μαρξιστική η έννοια εδώ!-), η πολυαπασχόληση (για να βγει το μεροκάματο), κλπ. Ακόμα και ο καταναλωτής απλή παρατηρητικότητα να έχει, μπορεί να δει συχνά τα ίδια πρόσωπα να κάνουν ρεπορτάζ πρωί-μεσημέρι-βράδυ, ό,τι ώρα και να ανοίξει το κανάλι του. Το τελευταίο δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά απλώς ένας δείκτης, της ελαστικότητας της εργασίας, στην κυριολεξία. Αν προσθέσουμε το «στυλ», δηλαδή τη συχνή αλλαγή περιτυλίγματος του εμπορεύματος για πούλημα, έχουμε ακόμα μία ανταγωνιστική επίπτωση, έως και ηλικιακά.

Η ατομική καριέρα, ωστόσο, είναι κάτι που είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση (στην επαγγελματική ιδεολογία, ακριβέστερα) και που επίσης δηλητηριάζει τη συλλογική συγκρότηση. Όμως, βασίζεται και σε μια πραγματικότητα: οι συνευρέσεις με τις κάθε λογής εξουσίες (πολιτικές, οικονομικές) -ακόμα και σαν απλές πηγές- δημιουργεί κανάλια δυνητικής «ένταξης» στα πλοκάμια της κυρίαρχης τάξης, ασφαλώς ούλτρα μειοψηφικής αριθμητικά αλλά και εξαιρετικά προβεβλημένης ιδεολογικά. Ο κάθε πολίτης ξέρει δέκα «ονόματα» «δημοσιογράφων» (επίσης σε εισαγωγικά), αλλά όχι και τη μάζα τους! Τα δεύτερα εισαγωγικά δεν είναι τόσο (ή μόνο) για τους διευθυντές, δηλαδή έστω και «απλώς» για μια επαγγελματική επιλογή από τους ιδιοκτήτες. Είναι και γιατί, συχνά, ακριβώς τα «ονόματα» καθόλου «δημοσιογράφοι» δεν είναι: είναι οι ίδιοι εκδότες, με την κυριολεξία της λέξης (και τα παραδείγματα αφθονούν). Ωστόσο, καθώς η υποτιθέμενη ανοδική τους επαγγελματική πορεία είναι που επιπλέει, αυτή είναι ταυτόχρονα που επίσης παραμορφώνει τις οπτικές: όσο πιο προλεταριοποιημένη είναι η πυραμίδα τόσο η κορυφή της ξεχωρίζει ιδεολογικά (βλέπε τον Αμερικάνο self made man).

Σε αυτά, μπορούμε να προσθέσουμε και τις ίδιες τις επαγγελματικές οργανώσεις, των οποίων η συχνά συντεχνιακή κληρονομιά πιέζεται να επιλέξει: προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης των εργαζομένων ή, αντίθετα, απλώς των μυημένων. Για το τελευταίο θα μπορούσε να αναφερθεί, π.χ., ότι αν μια διαδικασία μύησης δεν έχει τελείως σβήσει (τα δημοσιογραφικά συνδικάτα εξακολουθούν και προβλέπουν «δοκιμασίες» για την είσοδο μελών!), ωστόσο αυτό μάλλον ξεκινάει από τις ασφαλιστικές περιπλοκές και, πάντως, οι διαδικασίες «εξέτασης» φαίνεται ότι τείνουν να περάσουν στο περιθώριο (ακόμα και στην ΕΣΗΕΑ, που είναι το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό πρωτοβάθμιο), κάτω από μια πίεση της βάσης αλλά και παρατάξεων. Πράγμα που, όμως, δεν είναι αρκετό από μόνο του: ένδεικτικά μόνο μπορεί να αναφερθεί ότι η μεγάλη μάζα των εργαζομένων (και όχι μόνο στα «νέα μέσα», ιντερνέτ, ηλεκτρονικά, ραδιοτηλεοπτικά, κλπ.) δεν είναι από «απο-πολιτικοποίηση» που δεν συνδικαλίζονται!

Ωστόσο, η αυταπάτη του ιδιαίτερου «λειτουργήματος» απέναντι στους άλλους εργαζομένους (που την ξαναβρίσκουμε άλλωστε και σε άλλους χώρους, όπως π.χ. στους καθηγητές) ασφαλώς δεν είναι μόνο απάτη. Γιατί επίσης συμφέροντα εξυπηρετεί, ιδιαίτερα απέναντι στην πίεση των εργαζομένων να αποκτήσουν (ή να μετατρέψουν αυτά τα σωματεία τους σε) πραγματικά συνδικάτα. Η εσωτερική σύγκρουση στην περίοδο σε αυτό ακριβώς πολώνεται: στο σωματείο του περιοδικού τύπου (ΕΣΠΤ) πήρε τέτοια έκφραση από το σχηματισμό μιας ομάδας (κυρίως γυναικών -ασφαλώς!) με κεντρική διεκδίκηση να γίνει το σωματείο πραγματικό σωματείο. Σε μια μεγαλύτερη ένωση (όπως των αθηναϊκών εφημερίδων -ΕΣΗΕΑ) η διαφοροποίηση αυτή περιπλέκεται από την ίδια της την ιστορία (ως η Ένωση που παραδοσιακά είχε πράγματι το βάρος να διαπραγματεύεται και να επιβάλει όρους) καθώς και από την επίφαση παρατάξεων πολιτικού προσανατολισμού: λέμε «επίφαση» γιατί καθόλου σίγουρο δεν είναι πως αυτές, πέρα από τα μαγειρέμματα για τις καρέκλες, εκφράζουν πολιτικές και όχι συντεχνιακές επιλογές. Οι «συμμαχίες» που βλέπει κανείς μεταξύ πολιτικών ευαισθησιών μάλλον στο τελευταίο ανάγονται καθώς και στις, παρεπόμενες, πιέσεις μιας ειδικής ελίτ (διευθυντάδες, εργοδοτικοί, εκπρόσωποι τύπου -κρατικοί και ιδιωτικοί-, κλπ.).

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις αυτού του τελευταίου είναι η εναντίωση σε μια ένταξη του δημοσιογραφικού συνδικάτου στο οργανωμένο εργατικό κίνημα (ΓΣΕΕ). Η συνήθης πρόφαση («εμείς είμαστε πνευματικό σωματείο»!, λες και τα εργατικά σωματεία δεν είναι «πνευματικά») παραπέμπει ευθέως σε αυτόν τον πρωταρχικό ταξικό διαχωρισμό (και το ίδιο προφανώς ισχύει ακόμα και αν η πρόφαση μετατεθεί σε καταγγελίες της ΓΣΕΕ ή των πολιτικών της). Αλλά ακόμα πιο συχνά, η διαφορά αυτή παίρνει ακόμα πιο μπλεγμένους δρόμους, γιατί εμπλέκει την οργάνωση της εργασίας, όχι του συνδικάτου. Έτσι, για παράδειγμα, πρέπει ή όχι να αμφισβητηθεί το εργοδοτικό και κρατικό δικαίωμα να πλαισιώνουν, να παραμορφώνουν, να «καθοδηγούν» τη δημοσιογραφική δουλειά (όχι το σχολιασμό: την ίδια την είδηση). Και αν δεν τίθεται έτσι ωμά, η μάχη αυτή είναι πάντως πάντα κρίσιμη, όπως π.χ. γίνεται όταν μπαίνουν «εθνικά» θέματα στη μέση, ή ακόμα και όχι τόσο «εθνικά» (π.χ. «εγκληματικότητα»...). Αυτό που, έτσι, διακυβεύεται δεν είναι απλώς ορισμένοι αξιοπρεπείς όροι εργασίας (αν και από μόνο του αυτό θα ήταν σημαντικό), αλλά και το δικαίωμα της κοινωνίας να πληροφορείται την αλήθεια (έστω και σχετική), όχι αυτό που θέλουν οι εργοδότες, το κράτος ή οι διαφημιζόμενες εταιρείες να σερβίρουν! Μια δεοντολογική προσέγγιση συνιστά, έτσι, εδώ, ασφαλώς όχι πανάκεια, αλλά όπλο στον αγώνα ενάντια στο εργοδοτικό δικαίωμα να προκαθορίζεται η πληροφόρηση. Ακόμα, ή και κυρίως, όταν λόγω ισχύος η περίφημη «διαπλοκή» αγγαλιάζει έως και «επαγγελματίες»...

Η συνδικαλιστική ενοποίηση του επαγγέλματος είναι ένα μόνο, και μικρό ίσως, βήμα, παρόλο που σημαίνει την ένταξη όλων των προλεταριοποιημένων και ελαστικοποιημένων σε αυτήν, ανεξάρτητα από τους εργοδοτικούς σχεδιασμούς, καθώς και την ενοποίηση των όρων εργασίας (εργασιακά, ασφαλιστικά, θεσμικά, κλπ.). Προς αυτήν, άλλωστε, την κατεύθυνση φτιάχτηκε, πριν από λίγα χρόνια, η ΠΟΕΣΥ (δευτεροβάθμιο δημοσιογραφικό), που παραμένει ωστόσο αρκετά αδύναμο όργανο, κάτι σαν το υποκατάστατο μιας ενοποίησης που μένει να γίνει. Όμως, επίσης, αν όχι και πιο σημαντικό, είναι η ενοποίηση του συλλογικού εργαζόμενου, όχι του επαγγέλματος. Αυτό που στην γλώσσα λέγεται «συνδικάτο τύπου». Η ενοποίηση όλων των εργαζομένων στον τύπο και στα «μήντια», προφανώς, θα κρυστάλλωνε και οργανωτικά τη θεμελιώδη αντίθεση εργασίας-κεφαλαίου στο χώρο. Και θα έδινε, έτσι, τη δυνατότητα στους τελετουργούς της πληροφόρησης να απαλλαγούν από τις (αυτ)απάτες μιας ψευτο-δυναμίας που θα τους χάριζε η σχέση με τις εξουσίες.

Για το σύνολο μιας τέτοιας, ταξικής, επιλογής, με ρήξεις, μπορούμε να στηριχτούμε στα μαζικά φαινόμενα που διαπερνούν τη διαδικασία της δημοσιογραφικής εργασίας, καθώς και στις επιπτώσεις τους στην ίδια τη συνείδηση των εργαζομένων. Κάτι τέτοιο και η κοινωνία ολόκληρη και το εργατικό κίνημα, στο σύνολό του, έχει κάθε λόγο να το στηρίξει.

Τάσος Αναστασιάδης

Μανιφέστο, Μάρτιος 2001


Η ανάρτηση κειμένων γίνεται κατ' επιλογή από τη συλλογικότητα "Νέοι Εργαζόμενοι στη Βιομηχανία των ΜΜΕ" χωρίς να σημαίνει ότι συμφωνούμε απόλυτα με αυτά, αλλά θεωρούμε ότι αφορούν τους κοινωνικούς - ταξικούς αγώνες στο χώρο των ΜΜΕ ή και γενικότερα. Εάν οι φορείς των κειμένων δεν επιθυμούν τη δημοσίευση τους στο συγκεκριμένο ιστοχώρο, μπορούν να απευθυνθούν στην ηλεκτρονική διεύθυνση: nergmme@gmail.com γράφοντας τη λέξη διαγραφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: